Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγιογδύτης [ἁγιογδύτης] α-γιο-γδύ-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αγιογδύτισσα}: (μτφ.) στυγνός εκμεταλλευτής, άτομο που χρησιμοποιεί κάθε τρόπο, για να πάρει χρήματα από άλλους (από την εικόνα του ιερόσυλου που γδύνει ακόμη και το λείψανο ενός Αγίου παίρνοντας τα άμφια, τα τιμαλφή και τα αφιερώματα): Στις συναλλαγές του είναι σκέτος/σωστός ~. Μας έφαγε ένα σωρό λεφτά, ο ~ (= απατεώνας)! || Κάποιος ~ έκλεψε τα ιερά σκεύη από την εκκλησία (πβ. ιερόσυλος).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.