Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγκυρώνω [ἀγκυρώνω] α-γκυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. γαντζώνω, αγκιστρώνω κάτι: Τα άγκιστρα ~ουν στο μπετόν. (Κάτι) ~εται στη δοκό/στο έδαφος/στον πυθµένα. 2. (λόγ.-μτφ.) σταθεροποιώ, παγιώνω: ~ τη δημοκρατία. [< γερμ. verankern, γαλλ. ancrer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.