αγορέ [ἀγορέ] α-γο-ρέ επίρρ.: (για πολύ κοντό γυναικείο κούρεμα) αγορίστικα: Έκοψε/κούρεψε τα μαλλιά της ~.|| (ως επίθ.) ~ στιλ. ΣΥΝ. α λα γκαρσόν
αγόρευση [ἀγόρευση] α-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εύσεως | -εύσεις, -εύσεων} (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγορεύω: δημόσια/εισηγητική/εκτενής/πανηγυρική/στομφώδης/σύντομη ~. ~ του εισαγγελέα/συνηγόρου. ~ για τον προϋπολογισμό. Κλήση προς ~. Εκφωνώ/παρακολουθώ μια ~. Η συζήτηση αρχίζει με την ~ του προέδρου. Χρόνος ~ης. Μετά το πέρας της ~ης. Στην ~ή του κατήγγειλε τον .../πρότεινε .../τάχθηκε εναντίον του ... Δικανικές/κοινοβουλευτικές/πολιτικές ~εύσεις. ~εύσεις υπεράσπισης. Ολοκληρώθηκε ο κύκλος των ~εύσεων. Βλ. αν~, προσ~, υπ~. ΣΥΝ. λόγος (3), ομιλία (2) [< μτγν. ἀγόρευσις]
αγορεύω [ἀγορεύω] α-γο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ.) {αγόρευ-σα} (λόγ.) ΣΥΝ. ρητορεύω 1. εκφωνώ λόγο ενώπιον ακροατηρίου (στη Βουλή, στο δικαστήριο): ~ από το βήμα της Βουλής/ενώπιον του δικαστηρίου/επικριτικά. ~σε για τον μετριασμό της ποινής. Ο συνήγορος/η υπεράσπιση ~ει. Βλ. αν~, προσ~.2. (ειρων.) μιλώ με προσποιητό, πομπώδες ύφος: ~ει με στόμφο. ● ΦΡ.: τις αγορεύειν βούλεται; (αρχαιοπρ.): (ερώτηση του κήρυκα στην Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Αθήνας) ποιος θέλει να μιλήσει, να εκφωνήσει λόγο, το βήμα είναι ελεύθερο γι' αυτόν που θέλει να πάρει τον λόγο. [< 1: αρχ. ἀγορεύω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.