Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • αγορέ [ἀγορέ] α-γο-ρέ επίρρ.: (για πολύ κοντό γυναικείο κούρεμα) αγορίστικα: Έκοψε/κούρεψε τα μαλλιά της ~.|| (ως επίθ.) ~ στιλ. ΣΥΝ. α λα γκαρσόν
  • αγόρευση [ἀγόρευση] α-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εύσεως | -εύσεις, -εύσεων} (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγορεύω: δημόσια/εισηγητική/εκτενής/πανηγυρική/στομφώδης/σύντομη ~. ~ του εισαγγελέα/συνηγόρου. ~ για τον προϋπολογισμό. Κλήση προς ~. Εκφωνώ/παρακολουθώ μια ~. Η συζήτηση αρχίζει με την ~ του προέδρου. Χρόνος ~ης. Μετά το πέρας της ~ης. Στην ~ή του κατήγγειλε τον .../πρότεινε .../τάχθηκε εναντίον του ... Δικανικές/κοινοβουλευτικές/πολιτικές ~εύσεις. ~εύσεις υπεράσπισης. Ολοκληρώθηκε ο κύκλος των ~εύσεων. Βλ. αν~, προσ~, υπ~. ΣΥΝ. λόγος (3), ομιλία (2) [< μτγν. ἀγόρευσις]
  • αγορεύω [ἀγορεύω] α-γο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ.) {αγόρευ-σα} (λόγ.) ΣΥΝ. ρητορεύω 1. εκφωνώ λόγο ενώπιον ακροατηρίου (στη Βουλή, στο δικαστήριο): ~ από το βήμα της Βουλής/ενώπιον του δικαστηρίου/επικριτικά. ~σε για τον μετριασμό της ποινής. Ο συνήγορος/η υπεράσπιση ~ει. Βλ. αν~, προσ~. 2. (ειρων.) μιλώ με προσποιητό, πομπώδες ύφος: ~ει με στόμφο. ● ΦΡ.: τις αγορεύειν βούλεται; (αρχαιοπρ.): (ερώτηση του κήρυκα στην Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Αθήνας) ποιος θέλει να μιλήσει, να εκφωνήσει λόγο, το βήμα είναι ελεύθερο γι' αυτόν που θέλει να πάρει τον λόγο. [< 1: αρχ. ἀγορεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.