Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγορίστικος , η, ο [ἀγορίστικος] α-γο-ρί-στι-κος επίθ. (προφ.): που σχετίζεται ή μοιάζει με, ταιριάζει σε αγόρι: ~ος: ρόλος. ~η: όψη/φωνή. ~ο: κούρεμα (= αγορέ)/λουκ/στιλ/σώμα. ~α: παιχνίδια. Βλ. κοριτσίστικος, -ίστικος. ● επίρρ.: αγορίστικα: Κουρεύτηκε/ντύνεται ~.

κοριτσίστικος

κοριτσίστικος, η, ο κο-ρι-τσί-στι-κος επίθ. (προφ.): που αναφέρεται σε κορίτσι: ~η: αθωότητα/ανεμελιά/αφέλεια/διάθεση/φιλία/φωνή. ~ο: δωμάτιο/ημερολόγιο/παιχνίδι/χαμόγελο. ~ες: παρέες. ~α: όνειρα. Εφηβικά/νεανικά ή ~α ρούχα. Βλ. αγορίστικος, -ίστικος. ● επίρρ.: κοριτσίστικα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.