Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αγχιστεία [ἀγχιστεία] αγ-χι-στεί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. συγγενικός δεσμός που προκύπτει από γάμο: Συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις ~ας. 2. ΒΙΟΛ. χημική συγγένεια, τάση δύο χημικών ουσιών να δημιουργούν ισχυρούς ή ασθενείς δεσμούς κατά τον σχηματισμό μορίων ή συμπλεγμάτων. ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία: που προκύπτει από γάμο: τέκνα ~ ~. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος [< 1: αρχ. ἀγχιστεία 2: γαλλ. affinité]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.