Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αδέσποτος , η, ο [ἀδέσποτος] α-δέ-σπο-τος επίθ. 1. (για κατοικίδιο) που δεν έχει ιδιοκτήτη: ~α: σκυλιά. ΑΝΤ. δεσποζόμενος 2. που είναι άγνωστης πηγής, προέλευσης ή στόχου: ~α: πυρά. Σκοτώθηκε από ~ο βλήμα.|| (μτφ.) ~η: πληροφορία/φήμη (πβ. αβάσιμη, βλ. ράδιο-αρβύλα). ~ες: δηλώσεις/ειδήσεις. Πβ. αδιασταύρωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπιβεβαίωτος. ΑΝΤ. διασταυρω-, εξακριβω-, επιβεβαιω-μένος.|| ~ο: τραγούδι (: άγνωστου δημιουργού). ● Ουσ.: αδέσποτα (τα): ζώα που δεν έχουν ιδιοκτήτη: ανεμβολίαστα/εγκαταλελειμμένα ~. Περιθάλπω/ταΐζω/υιοθετώ ένα ~ο., αδέσποτη (η): άστοχη σφαίρα ή συνηθέστ. τυχαίο, απρόσμενο χτύπημα (μπουνιά, χαστούκι): Τραυματίστηκε από μια ~.|| Πρόσεξε μη σου δώσουν/μη σου 'ρθει/μη σε πάρει/μη φας καμιά ~ στη διαδήλωση. [< αρχ. ἀδέσποτος ‘χωρίς δεσπότη, ελεύθερος, ανεξάρτητος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.