αδέσποτος , η, ο [ἀδέσποτος] α-δέ-σπο-τος επίθ. 1. (για κατοικίδιο) που δεν έχει ιδιοκτήτη: ~α: σκυλιά. ΑΝΤ. δεσποζόμενος 2. που είναι άγνωστης πηγής, προέλευσης ή στόχου: ~α: πυρά. Σκοτώθηκε από ~ο βλήμα.|| (μτφ.) ~η: πληροφορία/φήμη (πβ. αβάσιμη, βλ. ράδιο-αρβύλα). ~ες: δηλώσεις/ειδήσεις. Πβ. αδιασταύρωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπιβεβαίωτος. ΑΝΤ. διασταυρω-, εξακριβω-, επιβεβαιω-μένος.|| ~ο: τραγούδι (: άγνωστου δημιουργού). ● Ουσ.: αδέσποτα (τα): ζώα που δεν έχουν ιδιοκτήτη: ανεμβολίαστα/εγκαταλελειμμένα ~. Περιθάλπω/ταΐζω/υιοθετώ ένα ~ο., αδέσποτη (η): άστοχη σφαίρα ή συνηθέστ. τυχαίο, απρόσμενο χτύπημα (μπουνιά, χαστούκι): Τραυματίστηκε από μια ~.|| Πρόσεξε μη σου δώσουν/μη σου 'ρθει/μη σε πάρει/μη φας καμιά ~ στη διαδήλωση. [< αρχ. ἀδέσποτος ‘χωρίς δεσπότη, ελεύθερος, ανεξάρτητος’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.