Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αδαής , ής, ές [ἀδαής] α-δα-ής επίθ./ουσ. {αδα-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν έχει γνώση ή πείρα: ~ής: πελάτης/χρήστης. ~ές: κοινό. ~ από αυτοκίνητα/μαγειρική/μουσική (ΣΥΝ. ανίδεος, άσχετος, ΑΝΤ. γνώστης, ειδήμων, ειδικός). Αφελής και ~.~ με τα οικονομικά. Η απάτη είναι αντιληπτή και από τον πιο ~ή (= αμαθή, ανυποψίαστο) παρατηρητή.|| (ως ουσ.) Απορίες/ερωτήσεις ενός ~ούς. Μεγαλοστομίες προς εντυπωσιασμό των ~ών. [< αρχ. ἀδαής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.