Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αδασμολόγητος , η, ο [ἀδασμολόγητος] α-δα-σμο-λό-γη-τος επίθ.: (κυρ. για προϊόντα) που δεν υπόκεινται σε δασμούς, δεν φορολογούνται: ~ο: αλκοόλ/όχημα/πετρέλαιο. ~ες: πρώτες ύλες. ΣΥΝ. αφορολόγητος. ΑΝΤ. δασμολογημένος. ● Ουσ.: αδασμολόγητα (τα): τα είδη που πωλούνται χωρίς δασμούς σε καταστήματα (κυρ. αεροδρομίων, λιμανιών, πλοίων) και καταχρ. τα ίδια τα καταστήματα: Κατάσχεση ~ων.|| (προφ.) Υπάλληλος στα ~. ΣΥΝ. αφορολόγητα (τα), ντιούτι φρι [< μεσν. αδασμολόγητος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.