Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]
  • αδελφός , ή, ό [ἀδελφός] α-δελ-φός επίθ. (λόγ.): που έχει κοινούς δεσμούς, καταγωγή ή χαρακτηριστικά με κάποιον άλλο: ~οί: λαοί. ~ές: γλώσσες (: που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα)/Εκκλησίες (: που ανήκουν κυρ. στο ίδιο δόγμα)/εταιρείες (: του ίδιου ομίλου)/οργανώσεις/πόλεις (= αδελφοποιημένες). ~ά: έθνη (ΑΝΤ. ανάδελφα)/κόμματα (: με κοινή ιδεολογία)/σωματεία.|| (ΒΙΟΛ.) ~ές χρωματίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή ψυχή & αδερφή ψυχή: το πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει στενούς πνευματικούς ή ψυχικούς δεσμούς ή πολλά κοινά στοιχεία: Αναζητεί/έχει βρει την ~ ~ της, το άλλο της μισό. Είμαστε ~ές ~ές. [< αρχ. ἀδελφός, γερμ. Schwester-, γαλλ. -soeur]
  • αδελφοσκοτωμός [ἀδελφοσκοτωμός] α-δελ-φο-σκο-τω-μός ουσ. (αρσ.) & αδερφοσκοτωμός (σπάν.-λαϊκό) 1. φόνος μεταξύ αδελφιών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος και κατ' επέκτ. άγριος καβγάς: Διχόνοια και ~. Το μίσος του ~ού.|| Στο διπλανό διαμέρισμα έγινε ~ Πβ. αδελφοκτονία.
  • αδελφοσύνη [ἀδελφοσύνη] α-δελ-φο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αδερφοσύνη: σύναψη αδελφικών, στενών σχέσεων και γενικότ. επίτευξη αρμονικής συνύπαρξης: κοινοτική/παγκόσμια ~. Ειρήνη και ~. Ελευθερία, ισότητα, ~. Το ιδεώδες/πνεύμα της ~ης. Η φιλία και η ~ θα πρέπει να διαπνέουν τις σχέσεις των ανθρώπων/λαών. Διακηρύσσω/προάγω την ~. Πβ. συν~. Βλ. -οσύνη. ΣΥΝ. αδελφικότητα, συναδέλφωση [< μεσν. αδελφοσύνη]

γυναικάδελφος

γυναικάδελφος γυ-ναι-κά-δελ-φος ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. γυναικαδέλφη} & (σπάν.) γυναικάδερφος (λαϊκό-λογοτ.): αδελφός της συζύγου. Πβ. κουνιάδος. [< μεσν. γυναικάδελφος]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

οχαδερφισμός

οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.