αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ...2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου!3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]
αδελφός , ή, ό [ἀδελφός] α-δελ-φός επίθ. (λόγ.): που έχει κοινούς δεσμούς, καταγωγή ή χαρακτηριστικά με κάποιον άλλο: ~οί: λαοί. ~ές: γλώσσες (: που προέρχονται από την ίδια μητέρα γλώσσα)/Εκκλησίες (: που ανήκουν κυρ. στο ίδιο δόγμα)/εταιρείες (: του ίδιου ομίλου)/οργανώσεις/πόλεις (= αδελφοποιημένες). ~ά: έθνη (ΑΝΤ. ανάδελφα)/κόμματα (: με κοινή ιδεολογία)/σωματεία.|| (ΒΙΟΛ.) ~ές χρωματίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή ψυχή & αδερφή ψυχή: το πρόσωπο με το οποίο κάποιος έχει στενούς πνευματικούς ή ψυχικούς δεσμούς ή πολλά κοινά στοιχεία: Αναζητεί/έχει βρει την ~ ~ της, το άλλο της μισό. Είμαστε ~ές ~ές. [< αρχ. ἀδελφός, γερμ. Schwester-, γαλλ. -soeur]
αδελφοσκοτωμός [ἀδελφοσκοτωμός] α-δελ-φο-σκο-τω-μός ουσ. (αρσ.) & αδερφοσκοτωμός (σπάν.-λαϊκό) 1. φόνος μεταξύ αδελφιών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος και κατ' επέκτ. άγριος καβγάς: Διχόνοια και ~. Το μίσος του ~ού.|| Στο διπλανό διαμέρισμα έγινε ~ Πβ. αδελφοκτονία.
αδελφοσύνη [ἀδελφοσύνη] α-δελ-φο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αδερφοσύνη: σύναψη αδελφικών, στενών σχέσεων και γενικότ. επίτευξη αρμονικής συνύπαρξης: κοινοτική/παγκόσμια ~. Ειρήνη και ~. Ελευθερία, ισότητα, ~. Το ιδεώδες/πνεύμα της ~ης. Η φιλία και η ~ θα πρέπει να διαπνέουν τις σχέσεις των ανθρώπων/λαών. Διακηρύσσω/προάγω την ~. Πβ. συν~. Βλ. -οσύνη. ΣΥΝ. αδελφικότητα, συναδέλφωση [< μεσν. αδελφοσύνη]
-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~.2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
οχαδερφισμός
οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.