αδηφάγος , ος/α, ο [ἀδηφάγος] α-δη-φά-γος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ανικανοποίητη επιθυμία για κάτι, άπληστος, ακόρεστος: ~ος: ανταγωνισμός/επιχειρηματίας (= πλεονέκτης)/καταναλωτισμός. ~ος/α: γραφειοκρατία/περιέργεια. ~ο: κράτος. ~α: βλέμματα (ΣΥΝ. αχόρταγα).2. (για ανθρώπους και ζώα) λαίμαργος. Πβ. φαγάς.|| (μτφ.-θετ. συνυποδ.) ~ αναγνώστης (: που «καταβροχθίζει» τα βιβλία, παθιασμένος φιλαναγνώστης).3. (μτφ.) που χρειάζεται υπέρογκα ποσά, για να λειτουργήσει, να υλοποιηθεί: ~ος: (κρατικός) μηχανισμός. ~ο: έργο. ΣΥΝ. πολυδάπανος 4. (μτφ.) καταστροφικός: ~ος: πόλεμος. ~ες: φλόγες. Βλ. -φάγος. [< αρχ. ἀδηφάγος]
-φάγος & -φαγος
-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~.2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος).3. καταπατητή: οικοπεδο~.4. ασθένεια: τριχο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.