αδιάβαστος , η, ο [ἀδιάβαστος] α-διά-βα-στος επίθ. ΑΝΤ. διαβασμένος 1. που δεν έχει διαβάσει, μελετήσει κάτι και γενικότ. που δεν είναι καλλιεργημένος: Πήγε στο σχολείο/στις εξετάσεις (τελείως) ~ (= αμελέτητος). Πάλι ~ είσαι/ήρθες (στο μάθημα);|| ~ο και απαίδευτο κοινό (πβ. ακαλλιέργητο).2. που δεν είναι κατάλληλα ενημερωμένος, απροετοίμαστος: Με βρίσκεις/πιάνεις ~ο. ΣΥΝ. ανενημέρωτος (1) 3. (για κείμενο) που δεν το έχουν διαβάσει, μελετήσει ή σπάν. που δεν είναι δυνατό να διαβαστεί: ~α: ηλεκτρονικά μηνύματα. Έχω αφήσει τα τελευταία κεφάλαια ~α.|| Ο πάπυρος ήταν όχι απλώς δυσανάγνωστος, αλλά εντελώς ~.|| (μτφ.-προφ.) Τα νομοσχέδια πήγαν ~α (: καταψηφίστηκαν).4. (λαϊκό) άψαλτος: Τον έθαψαν ~ο. ● ΦΡ.: στέλνω κάποιον αδιάβαστο & (σπάν.) άψαλτο (νεαν. αργκό): προκαλώ αμηχανία σε κάποιον, αποκαλύπτω την άγνοιά του για κάτι, τον αποστομώνω, αποσβολώνω: Μ' έστειλε ~η για άλλη μια φορά!|| Ο νέος του δίσκος σε ~ει ~ (: καταπλήσσει)! [< αγγλ. unread]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.