Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αδιάβαστος , η, ο [ἀδιάβαστος] α-διά-βα-στος επίθ. ΑΝΤ. διαβασμένος 1. που δεν έχει διαβάσει, μελετήσει κάτι και γενικότ. που δεν είναι καλλιεργημένος: Πήγε στο σχολείο/στις εξετάσεις (τελείως) ~ (= αμελέτητος). Πάλι ~ είσαι/ήρθες (στο μάθημα);|| ~ο και απαίδευτο κοινό (πβ. ακαλλιέργητο). 2. που δεν είναι κατάλληλα ενημερωμένος, απροετοίμαστος: Με βρίσκεις/πιάνεις ~ο. ΣΥΝ. ανενημέρωτος (1) 3. (για κείμενο) που δεν το έχουν διαβάσει, μελετήσει ή σπάν. που δεν είναι δυνατό να διαβαστεί: ~α: ηλεκτρονικά μηνύματα. Έχω αφήσει τα τελευταία κεφάλαια ~α.|| Ο πάπυρος ήταν όχι απλώς δυσανάγνωστος, αλλά εντελώς ~.|| (μτφ.-προφ.) Τα νομοσχέδια πήγαν ~α (: καταψηφίστηκαν). 4. (λαϊκό) άψαλτος: Τον έθαψαν ~ο. ● ΦΡ.: στέλνω κάποιον αδιάβαστο & (σπάν.) άψαλτο (νεαν. αργκό): προκαλώ αμηχανία σε κάποιον, αποκαλύπτω την άγνοιά του για κάτι, τον αποστομώνω, αποσβολώνω: Μ' έστειλε ~η για άλλη μια φορά!|| Ο νέος του δίσκος σε ~ει ~ (: καταπλήσσει)! [< αγγλ. unread]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.