αδιάφορος , η, ο [ἀδιάφορος] α-διά-φο-ρος & α-δι-ά-φο-ρος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ~η: έκφραση/ματιά/στάση. ~ο: ύφος. ~ για τα μαθήματα. Κάθομαι/μένω/παρακολουθώ/στέκομαι ~ (= απαθής). Κάνω/παριστάνω/προσποιούμαι τον ~ο. Ερωτικά (= ψυχρός)/πολιτικά ~. Η συζήτηση αυτή με αφήνει εντελώς/παγερά/παντελώς/τελείως ~ο (= ασυγκίνητο).2. που δεν ενεργοποιεί το ενδιαφέρον κάποιου: ~η: εκπομπή/συζήτηση/ταινία (= ανιαρή, ανούσια, κενή, πληκτική). ~ο: παιχνίδι. ΑΝΤ. ενδιαφέρων ● επίρρ.: αδιάφορα1. χωρίς ενδιαφέρον: Μου απάντησε/με κοίταξε/μου μιλούσε (δήθεν) ~.2. (καταχρ.) αδιαφόρως. ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάφορη ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση ισορροπίας των σωμάτων η οποία, εφόσον διαταραχθεί, οδηγεί σε νέα θέση ισορροπίας. ● ΦΡ.: αδιάφορο αν: ανεξάρτητα από το αν, άσχετα αν: ~ ~ της αρέσει ή όχι, θα το δεχτεί., μου είναι αδιάφορο(ς): δεν μ' ενδιαφέρει: ~ ~ος ως άνθρωπος και ως άντρας. (Μου είναι) ~ο αν έρθει ή όχι., σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα βλ. σφυρίζω [< μτγν. ἀδιάφορος, γαλλ. indifférent]
σφυρίζω
σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει.2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.