Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αδιάφορος , η, ο [ἀδιάφορος] α-διά-φο-ρος & α-δι-ά-φο-ρος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ~η: έκφραση/ματιά/στάση. ~ο: ύφος. ~ για τα μαθήματα. Κάθομαι/μένω/παρακολουθώ/στέκομαι ~ (= απαθής). Κάνω/παριστάνω/προσποιούμαι τον ~ο. Ερωτικά (= ψυχρός)/πολιτικά ~. Η συζήτηση αυτή με αφήνει εντελώς/παγερά/παντελώς/τελείως ~ο (= ασυγκίνητο). 2. που δεν ενεργοποιεί το ενδιαφέρον κάποιου: ~η: εκπομπή/συζήτηση/ταινία (= ανιαρή, ανούσια, κενή, πληκτική). ~ο: παιχνίδι. ΑΝΤ. ενδιαφέρων ● επίρρ.: αδιάφορα 1. χωρίς ενδιαφέρον: Μου απάντησε/με κοίταξε/μου μιλούσε (δήθεν) ~. 2. (καταχρ.) αδιαφόρως. ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάφορη ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση ισορροπίας των σωμάτων η οποία, εφόσον διαταραχθεί, οδηγεί σε νέα θέση ισορροπίας. ● ΦΡ.: αδιάφορο αν: ανεξάρτητα από το αν, άσχετα αν: ~ ~ της αρέσει ή όχι, θα το δεχτεί., μου είναι αδιάφορο(ς): δεν μ' ενδιαφέρει: ~ ~ος ως άνθρωπος και ως άντρας. (Μου είναι) ~ο αν έρθει ή όχι., σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα βλ. σφυρίζω [< μτγν. ἀδιάφορος, γαλλ. indifférent]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.