Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αδιαφορώ [ἀδιαφορῶ] α-δια-φο-ρώ ρ. (αμτβ.) {αδιαφορ-είς ..., -ώντας | αδιαφόρ-ησα, -ήσει}: δείχνω αδιαφορία για κάτι ή σπανιότ. κάποιον, δεν δίνω σημασία: ~ εντελώς/πλήρως. ~ για τις εξελίξεις/τα έξοδα/τα λόγια του κόσμου (= αγνοώ, αψηφώ, παραβλέπω)/όλα/την πολιτική/τις συνέπειες/τιμές και διακρίσεις. ~εί για τα παιδιά του (= δεν ενδιαφέρεται, τα παραμελεί, είναι αδιάφορος, ΑΝΤ. νοιάζεται). ~εί για τον κίνδυνο (= τον περιφρονεί). ~ αν σου αρέσει ή όχι/σου κακοφανεί/συμφωνείς ή όχι (πβ. καρφί δεν μου καίγεται). Της παραπονέθηκα, μα εκείνη ~ησε. Δεν ασχολούμαι πλέον με το θέμα, ~ (= με αφήνει αδιάφορο). ΑΝΤ. ενδιαφέρομαι [< μτγν. ἀδιαφορῶ, γαλλ. indifférer]
  • αδιαφόρως [ἀδιαφόρως] α-δι-α-φό-ρως επίρρ. (+γεν./αν) (επίσ.): αδιακρίτως, ασχέτως: Συμμετείχαν όλοι, ~ (= ανεξαρτήτως) εθνικότητας και ηλικίας. Βλ. αδιάφορα. [< μτγν. ἀδιαφόρως]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.