Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αδρός , ή/(λόγ.) ά, ό [ἁδρός] α-δρός επίθ. 1. άφθονος, πλούσιος, υπέρογκος: ~ή: οικονομική βοήθεια (= γενναιόδωρη). ~οί: μισθοί (ΣΥΝ. ηγεμονικοί, πλουσιοπάροχοι. ΑΝΤ. πενιχροί). ~ά: ποσά. Προσφέρει υπηρεσίες έναντι ~άς αμοιβής (= γενναίας, παχυλής). Οι απολυθέντες έλαβαν ~ές αποζημιώσεις. 2. χωρίς λεπτομερή αναφορά, ανάλυση· γενικός: ~ή: εκτίμηση (της κατάστασης). Διηγείται ιστορίες με ~ό και λιτό τρόπο. Σκιαγραφεί με ~ές πινελιές την καθημερινότητα. Πβ. αδρομερής. 3. μεγάλος, έντονος, τραχύς ή πυκνός: ~ή: μορφή/μυρωδιά/φυσιογνωμία. ~ό: περίγραμμα. Πρόσωπο με ~ά χαρακτηριστικά. ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος.|| (μτφ.) ~ός: λόγος/στίχος. ~ή: γλώσσα (= ακατέργαστη). ~ό: ύφος. 4. γεμάτος, μεστός, ώριμος: ~ός: καρπός. ~ό: κορμί/σιτάρι (: με χοντρούς κόκκους).|| (μτφ.) ~ά: επιχειρήματα. ● επίρρ.: αδρά & (σπάν.-λόγ.) αδρώς [-ῶς]: στις σημ. 1,2: Αποζημιώνεται/πληρώνει ~.|| Περιγράφει ~. [< αρχ. ἁδρός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.