αδρός , ή/(λόγ.) ά, ό [ἁδρός] α-δρός επίθ. 1. άφθονος, πλούσιος, υπέρογκος: ~ή: οικονομική βοήθεια (= γενναιόδωρη). ~οί: μισθοί (ΣΥΝ. ηγεμονικοί, πλουσιοπάροχοι. ΑΝΤ. πενιχροί). ~ά: ποσά. Προσφέρει υπηρεσίες έναντι ~άς αμοιβής (= γενναίας, παχυλής). Οι απολυθέντες έλαβαν ~ές αποζημιώσεις.2. χωρίς λεπτομερή αναφορά, ανάλυση· γενικός: ~ή: εκτίμηση (της κατάστασης). Διηγείται ιστορίες με ~ό και λιτό τρόπο. Σκιαγραφεί με ~ές πινελιές την καθημερινότητα. Πβ. αδρομερής.3. μεγάλος, έντονος, τραχύς ή πυκνός: ~ή: μορφή/μυρωδιά/φυσιογνωμία. ~ό: περίγραμμα. Πρόσωπο με ~ά χαρακτηριστικά. ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος, ντελικάτος.|| (μτφ.) ~ός: λόγος/στίχος. ~ή: γλώσσα (= ακατέργαστη). ~ό: ύφος.4. γεμάτος, μεστός, ώριμος: ~ός: καρπός. ~ό: κορμί/σιτάρι (: με χοντρούς κόκκους).|| (μτφ.) ~ά: επιχειρήματα. ● επίρρ.: αδρά & (σπάν.-λόγ.) αδρώς [-ῶς]: στις σημ. 1,2: Αποζημιώνεται/πληρώνει ~.|| Περιγράφει ~. [< αρχ. ἁδρός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.