Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


αειφόρος

αειφόρος, α/ος, ο [ἀειφόρος] α-ει-φό-ρος επίθ. & αειφορικός (λόγ.): που αναφέρεται ή συμβάλλει στην αειφορία: ~ος: τουρισμός. ~ος: αλιεία/αρχιτεκτονική/διαχείριση (των αποβλήτων/των δασών). ~ες: δραστηριότητες/μεταφορές/πηγές ενέργειας/πόλεις. ~α: κτίρια. ~ χρήση των φυσικών και ανθρωπογενών οικοσυστημάτων. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος [< μτγν. ἀειφόρος ‘ο πάντα εύφορος, ανεξάντλητος’, αγγλ. sustainable]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.