Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αεριοφυλάκιο [ἀεριοφυλάκιο] α-ε-ρι-ο-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. δοχείο αποθήκευσης ή μεταφοράς καύσιμων αερίων σε συνθήκες σταθερής πίεσης: ~α πλοίων. Το βιοαέριο συλλέγεται σε ~. Βλ. αεροφυλάκιο, -φυλάκιο. [< αγγλ. gasholder]

αεροφυλάκιο

αεροφυλάκιο [ἀεροφυλάκιο} α-ε-ρο-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): δοχείο ή άλλο μέσο συγκέντρωσης ή αποθήκευσης αέρα: αεροσυμπιεστής με ~. Πβ. αεροθάλαμος. Βλ. αεριοφυλάκιο, δεξαμενή, -φυλάκιο. [< αγγλ. air chamber]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.