Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αεροδυναμικός , ή, ό [ἀεροδυναμικός] α-ε-ρο-δυ-να-μι-κός επίθ. 1. που είναι σχεδιασμένος, κατασκευασμένος σύμφωνα με τους νόμους της αεροδυναμικής: ~ός: πύραυλος. ~ό: όχημα/φρένο (πβ. αερόφρενο).|| ~ό αυτοκίνητο (: πολύ γρήγορο). 2. ΦΥΣ. που είναι σχετικός με την αεροδυναμική: ~ός: συντελεστής. ~ή: αντίσταση/ισορροπία. ~ές: δυνάμεις. ~ά: συστήματα ελέγχου. 3. (προφ.-μτφ. με θετ. ή αρνητ. συνυποδ.) που εντυπωσιάζει (συνήθ. λόγω σχήματος ή μορφής): ~ό: κοστούμι/κούρεμα/κράνος/στιλ. ~ά: γυαλιά. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροδυναμική σήραγγα βλ. σήραγγα [< γαλλ. aérodynamique, αγγλ. aerodynamical]

σήραγγα

σήραγγασή-ραγ-γα ουσ. (θηλ.) {σηράγγων}: υπόγεια ή υποθαλάσσια, συνήθ. τεχνητή, οριζόντια δίοδος, που εξυπηρετεί κυρ. τη διέλευση μέσων μεταφοράς ή τη διοχέτευση μεγάλης ποσότητας υδάτων: δίδυμη/ορεινή/υποβρύχια ~. ~ του μετρό. Διάνοιξη ~ας (βλ. μετροπόντικας). Αστικές/οδικές/σιδηροδρομικές ~ες. ~ες αυτοκινητοδρόμων. Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις σε ~. Πβ. στοά.|| Υδραυλικές ~ες. ~ εκτροπής (π.χ. ποταμού/φράγματος).|| Bοηθητικές ~ες εξαερισμού και διαφυγής. || (σπάν.) ~ ορυχείου. ΣΥΝ. γαλαρία. Πβ. λαγούμι, μπούκα. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροδυναμική σήραγγα: ΤΕΧΝΟΛ. τούνελ μέσα στο οποίο διοχετεύεται ρεύμα αέρα με δεδομένη ταχύτητα, προκειμένου να μελετηθούν οι δυνάμεις που ασκούνται από αυτό πάνω σε διάφορα σώματα: έλεγχος/μελέτες/πειράματα σε ~ ~. [< αγγλ. wind tunnel, 1911] , φαινόμενο (της) σήραγγας: ΦΥΣ. (στην κβαντομηχανική) διέλευση σωματιδίων μέσω φραγμάτων δυναμικού. [< αγγλ. tunnel effect, 1932] [< αρχ. σῆραγξ 'κοιλότητα σε βράχο', αγγλ. tunnel]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.