αεροπλάνο [ἀεροπλάνο] α-ε-ρο-πλά-νο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.-λαϊκό) αερόπλανο: ΑΕΡΟΝ. ιπτάμενο όχημα βαρύτερο του αέρα, εφοδιασμένο με φτερά και προωθητικά όργανα: αεριωθούμενο (πβ.τζετ)/αναγνωριστικό/βομβαρδιστικό/εκπαιδευτικό/ελαφρύ/ελικοφόρο/εμπορικό/επιβατικό/ιδιωτικό/καταδιωκτικό/κατασκοπευτικό/μαχητικό/μεταγωγικό/πολεμικό/πυροσβεστικό (= ~ πυρόσβεσης)/τηλεκατευθυνόμενο (: χωρίς πιλότο)/υπερηχητικό/υποηχητικό ~. Δικινητήρια/στρατιωτικά/τετρακινητήρια ~α. Απογείωση/επιβάτες/κινητήρας/κυβερνήτης/(αυτόματος) πιλότος/(αναγκαστική) προσγείωση/πτήση/πτώση ~ου. Όργανα ~ου (π.χ. ανεμόμετρο, υψόμετρο, πυξίδα). Μέρη ~ου (λ.χ. αερόφρενα, καμπίνα πιλότου, άτρακτος, κύτος, κονσόλα ελέγχου). Χειριστής ~ου. ~ με τουρμπίνες. Μανουβράρω/οδηγώ/πιλοτάρω ένα ~. Ταξιδεύω/πετώ με ~. Επιβιβάζομαι σε ~. Παίρνω το πρώτο ~. Το ~ παίρνει/χάνει ύψος. Το ~ έκανε κύκλους πάνω από .../συνετρίβη. Πβ. αεροσκάφος. Βλ. ανεμό-, ελικό-πτερο, υδροπλάνο. [< γαλλ. aéroplane, 1855, διαδόθηκε γύρω στο 1885, avion, αγγλ. airplane, 1907]
αεροπλανοφόρο [ἀεροπλανοφόρο] α-ε-ρο-πλα-νο-φό-ρο ουσ. (ουδ.): ΑΕΡΟΝ. μεγάλο πολεμικό πλοίο με κατάστρωμα κατάλληλα διαμορφωμένο για απονήωση, προσνήωση, μεταφορά ή/και συντήρηση πολεμικών αεροσκαφών: πυρηνοκίνητο/υπερσύγχρονο ~. ~ κρούσης/συνοδείας. Πλήρωμα ~ου. Μοίρες ~ων. Το ~ αγκυροβόλησε/ελλιμενίστηκε/ναυπηγήθηκε. Τα ~α είναι πλωτά αεροδρόμια. [< αγγλ. aircraft carrier, 1919, γαλλ. porte-avion(s), 1921]
ανεμο- & ανεμό- & ανεμ-
ανεμο- & ανεμό- & ανεμ- α' συνθετικό 1. λέξεων που αναφέρονται στον άνεμο: ανεμο-βρόχι/~γεννήτρια/~δείκτης/~δέρνω/~θύελλα/~στρόβιλος. Aνεμό-μετρο/~μυλος. Πβ. αερο-.2. (μτφ.) που δηλώνει ότι κάτι έχει ήπια μορφή ή είναι φανταστικό: ανεμο-βλογιά.|| Ανεμο-γκάστρι.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.