Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αεροπλανοφόρο [ἀεροπλανοφόρο] α-ε-ρο-πλα-νο-φό-ρο ουσ. (ουδ.): ΑΕΡΟΝ. μεγάλο πολεμικό πλοίο με κατάστρωμα κατάλληλα διαμορφωμένο για απονήωση, προσνήωση, μεταφορά ή/και συντήρηση πολεμικών αεροσκαφών: πυρηνοκίνητο/υπερσύγχρονο ~. ~ κρούσης/συνοδείας. Πλήρωμα ~ου. Μοίρες ~ων. Το ~ αγκυροβόλησε/ελλιμενίστηκε/ναυπηγήθηκε. Τα ~α είναι πλωτά αεροδρόμια. [< αγγλ. aircraft carrier, 1919, γαλλ. porte-avion(s), 1921]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.