Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αζωτούχος , ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.