Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αθερίνα [ἀθερίνα] α-θε-ρί-να ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. είδος μικρού και λεπτού ψαριού (επιστ. ονομασ. Atherina hepsetus): νωπή/τηγανητή ~. Βλ. γόπα, μαρίδα. [< μεσν. αθερίνα]

γόπα

γόπα γό-πα ουσ. (θηλ.) 1. ΙΧΘΥΟΛ. μικρό ψάρι (επιστ. ονομασ. Boops boops) με ασημί πλευρά και κοιλιά, το οποίο ζει κοπαδιαστά στη Μεσόγειο και τον Α. Ατλαντικό. 2. (προφ.) αποτσίγαρο: ~ες από τσιγάρα. [< 1: μτγν. βόωψ, βόαξ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.