Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αθηρωματικός , ή, ό [ἀθηρωματικός] α-θη-ρω-μα-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αθηρωματώδης: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο ή προκαλείται από αθήρωμα ή εμφανίζει αθηρωμάτωση: ~ός: δείκτης. ~ή: στένωση. ~ές: αλλοιώσεις.|| (ως ουσ.: πρόσωπο που πάσχει από αθηρωμάτωση). ● ΣΥΜΠΛ.: αθηρωματική πλάκα: ΙΑΤΡ. το στρώμα που δημιουργείται στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών λόγω της μακροχρόνιας εναπόθεσης χοληστερόλης, λίπους, ασβεστίου και άλλων στοιχείων του αίματος. ΣΥΝ. αθήρωμα [< γαλλ. athéromateux]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.