Γραμματική Σύνταξη
Επιλογή \nακρωνύμιο \nαμετάβατο (ρήμα) \nαντώνυμο \nαόριστος, αόριστου & αορίστου, αόριστη, αόριστα \nαπρόσωπο \nαρσενικό \nενικός \nενεργητικός, -ή, -ό \nΕνεστώτας, ενεστωτικός, -ή, -ό \nεπιρρηματική χρήση \nεπιρρηματική χρήση \nθηλυκό \nμέλλοντας \nμεσοπαθητικός, -ή, -ό \nμεταβατικό (ρήμα) \nμετοχή \nουδέτερο \nουσιαστικοποιημένος, -η, -ο \nπαθητικός, -ή, -ό \nπαρακείμενος \nπαρατατικός \nπληθυντικός \nσυγκριτικός βαθμός \nΣυνώνυμο \nσυντομογραφία \nτοπικός, -ή, -ό \nτριτοπρόσωπο \nυπερθετικός βαθμός \nχρονικός, -ή, -ό \nως επίθετο \nως επιφώνημα \nως ουσιαστικό \nως παραθετικό σύνθ. \n
Επίπεδο Ύφους
Επιλογή \nαρνητική συνυποδήλωση \nειρωνικός, -ή, -ό, -ά \nεπίσημος, -η, -ο \nθετική συνυποδήλωση \nλαϊκό \nλαϊκότερος, -η, -ο \nλόγιος, -α, -ο \nλογιότερος, -η, -ο \nμειωτικός, -ή, -ό, -ά \nοικείος, -α, -ο \nυβριστικός, -ή, -ό, -ά \nχιουμοριστικός, -ή, -ό, -ά \n
Ετυμολογία
Επιλογή \nαγγλικός, -ή, -ό \nαλβανικός, -ή, -ό \nαμερικανικός, -ή, -ό \nαραβικός, -ή, -ό \nαρχαίος, -α, -ο \nβενετικός, -ή, -ό \nβουλγαρικός, -ή, -ό \nγαλλικός, -ή, -ό \nγερμανικός, -ή, -ό \nδιεθνής, -ής, -ές, διεθνισμός \nηχομιμητικός, -ή, -ό, -ά \nιαπωνικός, -ή, -ό, -ά \nισπανικός, -ή, -ό \nιταλικός, -ή, -ό \nκινεζικός, -ή, -ό \nλατινικός, -ή, -ό \nμεσαιωνικός, -ή, -ό \nμεταγενέστερος, -η, -ο \nνεολατινικός, -ή, -ό \nπαρετυμολογία, παρετυμολογικός, -ή, -ό \nπορτογαλικός, -ή, -ό \nρουμανικός, -ή, -ό \nρωσικός, -ή, -ό \nσλαβικός, -ή, -ό \nτουρκικός, -ή, -ό \n
Σημασιολογικό πεδίο
Επιλογή \nΑεροναυτική \nΑθλητισμός \nΑνατομία \nΑνθρωπολογία \nΑρχαιογνωσία \nΑρχαιολογία \nΑρχιτεκτονική \nΑστρολογία \nΑστρονομία \nΑστροναυτική \nΒιογεωγραφία \nΒιολογία \nΒιοχημεία \nΒοτανική \nΓεωγραφία \nΓεωδαισία \nΓεωλογία \nΓεωμετρία \nΓεωμορφολογία \nΓεωπονία \nΓεωργία \nΓεωφυσική \nΓεωχημεία \nΓλωσσολογία \nΓραμματικός όρος \nΓραφειοκρατικός όρος \nΓυμναστική \nΔημογραφία \nΔημοσιογραφία \nΔιαδίκτυο \nΕδαφολογία \nΕθνολογία \nΕκκλησία, Εκκλησιαστικός όρος \nΕμπορικός όρος \nεπιστημονικός, -ή, -ό \nΖαχαροπλαστική \nΖωολογία \nΖωοτεχνία \nΗλεκτρονικός Υπολογιστής \nΗλεκτρισμός \nΗλεκτρονική \nΘεατρολογία \nΘεολογία \nΘρησκεία, Θρησκειολογία \nΙατρική \nΙστορία \nΙχθυολογία \nΚαλές Τέχνες \nΚινηματογράφος \nΚλιματολογία \nΚοινωνιολογία \nΚρυσταλλογραφία \nΚτηνιατρική \nΛαογραφία \nΛεξικογραφία \nΛογιστική \nΛογοτεχνία, λογοτεχνικός, -ή, -ό \nΜαγειρική \nΜαθηματικά \nΜεταλλειολογία \nΜετεωρολογία \nΜετρική \nΜετρολογία \nΜηχανική \nΜηχανολογία \nΜέσα Μαζικής Επικοινωνίας \nΜουσική \nΜυθολογία \nΝαυτικός όρος \nΝομικός όρος \nΟικοδομική \nΟικολογία \nΟικονομία \nΟπτική \nΟρνιθολογία \nΟρυκτολογία \nΠαιδαγωγική \nΠαλαιογραφία \nΠαλαιοντολογία \nΠληροφορική \nΠολιτική, πολιτικός, -ή, -ό \nΡητορική, ρητορικός, ~ή, ~ό \nΣτατιστική \nστρατιωτικός (όρος) \nΤεχνολογία \nΤεχνολογία Τροφίμων \nΤηλεόραση \nΤηλεπικοινωνίες \nΤοπογραφία \nΤυπογραφία \nΥδρογεωλογία \nΦαρμακευτική \nΦιλολογία \nΦιλοσοφία \nΦυσική \nΦυσική, Πυρηνική \nΦυσιολογία \nΦωτογραφικός όρος \nΧαρτογραφία \nΧημεία \nΨυχανάλυση \nΨυχιατρική \nΨυχολογία \nΩκεανογραφία \n
Τύπος Λήμματος
Επιλογή \nα' συνθετικό \nάκλιτος, -η, -ο \nαντωνυμία \nαριθμητικό \nβ' συνθετικό \nεπίθετο \nεπίθημα \nεπίρρημα \nεπιφώνημα \nκύριο όνομα \nμεγεθυντικό \nμόριο \nμετοχή \nουσιαστικό \nπαθητικό \nπρόθεση \nπρόθημα \nρήμα \nσύμπλοκο \nσύνδεσμος \nυποκοριστικός, -ή, -ό \nΦΡΑΣΗ \n
Χρήση
Επιλογή \nαδόκιμος, -η, -ο \nαπαιτητικό λεξιλόγιο \nαπαρχαιωμένος, -η, -ο \nαπειλητικά \nαργκό/νεανική αργκό \nαρχαιοπρεπής, -ής, -ές \nγια πρόσωπο \nδιαλεκτικός, -ή, -ό \nέκφραση/εκφράσεις \nελλειπτικός, -ή, -ό, -ά \nεμφατικός, -ή, -ό, -ά \nεπιτατικός, -ή, -ό \nεσφαλμένος, -η, -ο, εσφαλμένα \nευφημιστικά, ευφημισμός \nευχετικός, -ή, -ό, -ά \nεύχρηστος, -η, -ο \nέκφραση/εκφράσεις \nιδιωματικός, -ή, -ό \nκατ' επέκταση \nκαταχρηστικά \nκυριολεκτικά \nλέξη ή έκφρ.ταμπού \nμε κεφαλαίο \nμετωνυμικός, -ή, -ό, -ά \nμεταφορικός, -ή, -ό, -ά \nπαλαιότερος, -η, -ο, -α \nπαροιμία, παροιμιώδης \nπαρωχημένος, -η, -ο \nπεριληπτικός, -ή, -ό \nποιητικός, -ή, -ό \nπροσφώνηση \nπροφορικός, -ή, -ό, -ά \nσπάνιος, -α, -ο, σπάνια \nσπανιότερος, -η, -ο, -α \nσυνεκδοχή, συνεκδοχικά \nχαϊδευτικά \n