Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αθωώνω [ἀθῳώνω] α-θω-ώ-νω ρ. {αθώω-σε, αθωώ-θηκα, -μένος, αθωών-οντας}: ΝΟΜ. κρίνω με δικαστική απόφαση ότι κάποιος δεν είναι ένοχος και τον απαλλάσσω από την κατηγορία που του αποδόθηκε: ~θηκε πανηγυρικά/τελεσίδικα. Ελπίζει πως θα ~θεί στο εφετείο. Οι δικαστές/ένορκοι ~σαν τον κατηγορούμενο ομόφωνα/παμψηφεί. ~μένοι από τη δικαιοσύνη.|| (μτφ.) Τους ~σαν μετά τη μεγάλη νίκη. ΑΝΤ. καταδικάζω (1) [< μτγν. ἀθῳῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.