Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αθώος , α, ο [ἀθῷος] α-θώ-ος επίθ. 1. ΝΟΜ. που δεν έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, δεν είναι ένοχος: Ο κατηγορούμενος αποδείχθηκε/κρίθηκε (κατά πλειοψηφία) ~. Το δικαστήριο τον κήρυξε (ομόφωνα/παμψηφεί/πανηγυρικά) ~ο (: τον αθώωσε). Είμαι εντελώς/πραγματικά ~, δεν έχω να κρύψω τίποτα! ~ ή ένοχος; ~ ο κατηγορούμενος ελλείψει στοιχείων/λόγω αμφιβολιών. ~ μέχρι αποδείξεως του εναντίου. (Ο ύποπτος) δηλώνει/ισχυρίζεται/ορκίζεται (στο Ευαγγέλιο)/υποστηρίζει (ενώπιον του δικαστηρίου) ότι είναι ~ (: δεν φέρει ευθύνη) για το έγκλημα που του καταλογίζουν.|| (ως ουσ.) Κατηγόρησαν/συνέλαβαν έναν ~ο. Ενοχοποίηση/καταδίκη ~ων. 2. (για πρόσ.) που δεν φέρει ευθύνη για την ύπαρξη μιας δυσάρεστης κατάστασης, τις συνέπειες της οποίας συνήθ. υφίσταται: ~ος: άμαχος πληθυσμός. ~ο: βρέφος/ζώο/πλάσμα. ~οι: όμηροι/πολίτες. ~α: γυναικόπαιδα. ~α θύματα (του πολέμου).|| (ως ουσ.) Διώξεις/δολοφονίες/εκατόμβη/εξολόθρευση/σφαγή ~ων. Αγριότητες/βία/εγκλήματα σε βάρος/κατά ~ων. Είναι ο ~ της ιστορίας. 3. που δεν είναι επιλήψιμος, που χαρακτηρίζεται από αγνές προθέσεις ή αφέλεια, λόγω έλλειψης κοινωνικής πείρας, ερωτικών εμπειριών: ~ος: έρωτας (= πλατωνικός). ~α: ερώτηση/κοπέλα/σκέψη (= άδολη)/συμπεριφορά (βλ. ανεπίληπτη)/ύπαρξη/φάρσα/ψυχή. ~ο: αίσθημα/αστείο/βλέμμα/παιδί (= άκακο)/πρόσωπο/σχόλιο/ύφος (πβ. αγγελικό, απονήρευτο)/φιλί (: μη ερωτικό)/χαμόγελο/ψέμα. ~οι: επενδυτές (: που αγνοούν τους επενδυτικούς κινδύνους). ~α: κίνητρα/πειράγματα. ~ και άβγαλτος/ανυποψίαστος/απονήρευτος. Έχει ~α καρδιά. (ειρων.) Πρέπει κάποιος να είναι πολύ ~ (= αγαθός, αφελής, ΑΝΤ. πονηρός), για να πιστεύει κάτι τέτοιο. Δεν είναι τόσο ~οι όσο μοιάζουν/φαίνονται. Δεν είναι ~ ο ρόλος του σε αυτή την υπόθεση. Οι προθέσεις του κάθε άλλο παρά ~ες (: ανυστερόβουλες) είναι. ΑΝΤ. ένοχος (2) 4. που δεν είναι επικίνδυνος, δεν προκαλεί σωματική ή ηθική βλάβη: ~α: αιμορραγία/ασθένεια/συνήθεια. ~ο: φάρμακο. ~α: συμπτώματα. Το παιχνίδι φαίνεται ~ο (: ακίνδυνο), αλλά δεν είναι. Ακτινοβολίες ~ες (= αβλαβείς) για το δέρμα. ΑΝΤ. ένοχος (3) ● επίρρ.: αθώα ● ΣΥΜΠΛ.: αθώα/λευκή περιστερά βλ. περιστερά [< 1,2: αρχ. ἀθῷος 3,4: γαλλ. innocent]

περιστερά

περιστεράπε-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.-ειρων.) πρόσωπο που υποστηρίζει φιλειρηνική πολιτική. ΑΝΤ. γεράκι (3) 2. ΘΡΗΣΚ. συμβολική απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος. 3. (σπάν.-λόγ.) θηλυκό περιστέρι. ● ΣΥΜΠΛ.: αθώα/λευκή περιστερά (μτφ.-ειρων.): για κάποιον που προσποιείται ότι δεν γνωρίζει τίποτα, που εμφανίζεται ως αθώος: Κάνει/παριστάνει την/το παίζει ~ ~ (πβ. κάνει την πάπια/το κορόιδο). [< 3: αρχ. περιστερά, γαλλ. colombe, αγγλ. dove]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.