Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αιλουροειδής , ής, ές [αἰλουροειδής] αι-λου-ρο-ει-δής επίθ.: που έχει τα χαρακτηριστικά αιλουροειδούς: ~είς: ελιγμοί. ~είς: κινήσεις. Βλ. -ειδής. ● Ουσ.: αιλουροειδή (τα): ΖΩΟΛ. κάθε σαρκοφάγο θηλαστικό με κοφτερά δόντια, οξύτατη ακοή και όραση και ευέλικτες κινήσεις, που περπατά στα δάχτυλα και η αντίστοιχη οικογένεια ζώων (επιστ. ονομασ. Felidae, αλλιώς αιλουρίδες). Βλ. γάτα, λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πούμα, τίγρη. [< γαλλ. félidés] [< μεσν. αιλουροειδής]

γάτα

γάτα γά-τα ουσ. (θηλ.) {γατών} (δηλώνει και τον γάτο) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis domesticus), που ζει κυρ. ως κατοικίδιο: άγρια (= αγριόγατα)/ζημιάρα/οικόσιτη/παιχνιδιάρα/τρίχρωμη ~. ~ Aγκύρας/Περσίας (= περσική ~)/Σιάμ (= σιαμαία ~)/του δρόμου (= κεραμιδόγατα)/του σαλονιού. Η ~ γουργουρίζει/νιαουρίζει. (Λέγεται πως) η μαύρη ~ (= μαυρόγατα) φέρνει γρουσουζιά. Πβ. γαλή, ψιψίνα.|| (μτφ.) Ζηλιάρα (= ζηλιαρόγατα)/χαδιάρα ~ (: για γυναίκα). Εφτάψυχος/περπατά αθόρυβα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος, ευέλικτος, ικανός να ξεπερνά τις δυσκολίες: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, μα είναι ~ και θα τα καταφέρει. ΣΥΝ. τσακάλι (2) ● Υποκ.: γατάκι (το), γατούλα (η): (μτφ.) για γυναίκα γλυκιά και χαδιάρα, ναζιάρα. ● Μεγεθ.: γατάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η γάτα με τις εννιά ουρές βλ. ουρά, μάτια γάτας βλ. μάτι ● ΦΡ.: όσο πατάει η γάτα (προφ.): πάρα πολύ λίγο., όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια (παροιμ.): όταν απουσιάζει ο υπεύθυνος ή ο ανώτερος χαλαρώνει η πειθαρχία και το αίσθημα ευθύνης. [< γαλλ. quand le chat n'est pas là, les souris dansent] , ούτε γάτα ούτε ζημιά (προφ.): όταν μια δυσάρεστη κατάσταση διορθώνεται χωρίς αρνητικές συνέπειες: Επέστρεψε τα κλεμμένα χρήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν και ~ ~ (: είναι σαν να μη συνέβη τίποτα). Πβ. τι είχαμε, τι χάσαμε., σαν (τη) βρεγμένη γάτα (προφ.): με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος αναγνωρίζει το σφάλμα που διέπραξε ή γενικά τη δυσάρεστη κατάσταση που δημιούργησε, ένοχος ή ντροπιασμένος: Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ~ ~., σκίζω τη γάτα (μτφ.-προφ.): (συνήθ. για άντρα) επιβάλλομαι δυναμικά σε κάποιον από την αρχή. Πβ. παίρνω τον αέρα., τα κουκουλώνει σαν τη γάτα (προφ.): για κάποιον που αποκρύπτει με επιδέξιο τρόπο στοιχεία που τον επιβαρύνουν., (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου! βλ. ξέρω, γάτα με πέταλα βλ. πέταλο, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, ούτε θηλυκή/θηλυκιά γάτα βλ. θηλυκός, παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι βλ. παίζω, σαν τον σκύλο με τη γάτα βλ. σκύλος, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι βλ. παιχνίδι [< 1: μεσν. γάτα, κάτ(τ)α < μεσν. λατ. gatta, βεν. gata]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.