αισθηματικός , ή, ό [αἰσθηματικός] αι-σθη-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στα αισθήματα και ειδικότ. τα ερωτικά: ~ός: κόσμος (ΣΥΝ. συναισθηματικός)/τομέας. ~ή: ζωή/ιστορία/κωμωδία/περιπέτεια/σχέση/ταινία. ~ό: δράμα/μυθιστόρημα. ~ά: προβλήματα. Βλ. αγαπησιάρης. ● Ουσ.: αισθηματικά (τα) (προφ.): οι ερωτικές υποθέσεις, η ερωτική ζωή κάποιου: Μην μπλέκετε τα ~ με τα επαγγελματικά. (ΑΣΤΡΟΛ.) Εξελίξεις τον τελευταίο καιρό στα ~ σας. Πβ. γκομενικά. ΣΥΝ. ερωτικά (τα) ● επίρρ.: αισθηματικά [< γαλλ. sentimental]
αγαπησιάρης
αγαπησιάρης, α, ικο [ἀγαπησιάρης] α-γα-πη-σιά-ρης επίθ. (προφ.) 1. που κερδίζει εύκολα την αγάπη και την τρυφερότητα των άλλων: χαδιάρα και ~α.2. που ερωτεύεται εύκολα ή δένεται συναισθηματικά, που εκδηλώνει αισθήματα αγάπης προς τους άλλους: ρομαντικός/στοργικός/τρυφερός και ~. Βλ. ερωτιάρης.|| (ως ουσ.) Τρελοί κι ~ηδες. Βλ. -ιάρης.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.