Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αισθηματικός , ή, ό [αἰσθηματικός] αι-σθη-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στα αισθήματα και ειδικότ. τα ερωτικά: ~ός: κόσμος (ΣΥΝ. συναισθηματικός)/τομέας. ~ή: ζωή/ιστορία/κωμωδία/περιπέτεια/σχέση/ταινία. ~ό: δράμα/μυθιστόρημα. ~ά: προβλήματα. Βλ. αγαπησιάρης. ● Ουσ.: αισθηματικά (τα) (προφ.): οι ερωτικές υποθέσεις, η ερωτική ζωή κάποιου: Μην μπλέκετε τα ~ με τα επαγγελματικά. (ΑΣΤΡΟΛ.) Εξελίξεις τον τελευταίο καιρό στα ~ σας. Πβ. γκομενικά. ΣΥΝ. ερωτικά (τα) ● επίρρ.: αισθηματικά [< γαλλ. sentimental]

αγαπησιάρης

αγαπησιάρης, α, ικο [ἀγαπησιάρης] α-γα-πη-σιά-ρης επίθ. (προφ.) 1. που κερδίζει εύκολα την αγάπη και την τρυφερότητα των άλλων: χαδιάρα και ~α. 2. που ερωτεύεται εύκολα ή δένεται συναισθηματικά, που εκδηλώνει αισθήματα αγάπης προς τους άλλους: ρομαντικός/στοργικός/τρυφερός και ~. Βλ. ερωτιάρης.|| (ως ουσ.) Τρελοί κι ~ηδες. Βλ. -ιάρης.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.