Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αιτητής [αἰτητής] αι-τη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. αιτήτρια} (κυρ. στην Κύπρο): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. πρόσωπο ή φορέας που καταθέτει γραπτό αίτημα σε υπηρεσία: οι δικαιούχοι/ενδιαφερόμενοι/υποψήφιοι ~ές. Βλ. αιτών, απ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτητής ασύλου: ΝΟΜ. πολιτικός πρόσφυγας που ζητά προστασία σε άλλη χώρα. [< αγγλ. asylum seeker, 1959] [< μτγν. αἰτητής]

αιτών

αιτών, ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.