Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αιτιότητα [αἰτιότητα] αι-τι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): σχέση αιτίου και αιτιατού: ιστορική/φυσική ~. Πβ. αιτιοκρατία. Βλ. νομοτέλεια, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή/ο νόμος της αιτιότητας: ΦΙΛΟΣ. το αξίωμα ότι από μία καθορισμένη αιτία προκύπτει αναγκαστικά ένα αποτέλεσμα και αντιστρόφως, είναι αδύνατο να προκληθεί ένα αποτέλεσμα χωρίς καθορισμένη αιτία. [< μεσν. αιτιότης, γερμ. Kausalität]

νομοτέλεια

νομοτέλεια νο-μο-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. σύνδεση και εξάρτηση ενός φαινομένου, μιας κατάστασης από σταθερούς και απαράβατους κανόνες: αναπόφευκτη/αυστηρή/εσωτερική/ιστορική/κοινωνική/φυσική ~. Η ~ της φθοράς/φύσης. Το πρόβλημα οδηγεί κατά αναπόδραστη ~ σε ... Πβ. αιτιοκρατία. Βλ. σύμπτωση, τελεολογία, τυχαιότητα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.