αιτώ [αἰτῶ] αι-τώ ρ. (μτβ.) {αιτ-είς ...| αιτ-ούμαι, αιτ-ήθηκε, αιτ-ών, -ούμενος, κυρ. μεσοπαθ.} (επίσ.): αξιώνω, ζητώ: ~ άδεια παραμονής/άσυλο/χάρη. (+αιτ.) ~ούμαι ακρόαση/αποζημίωση/σύνταξη/τριήμερη αναρρωτική άδεια. (σπάν.-λόγ.+γεν.) ~ούμαι επιδόματος/υποτροφίας/χρηματοδότησης. ~είται να του δοθεί επιχορήγηση. ~ήθηκε την παρουσία εισαγγελέων. Πβ. απ~. Βλ. παρ~. ● Μτχ.: αιτούμενος , η, ο 1. (για πρόσ.) που ζητά κάτι: ο ~ την έκδοση διαβατηρίου.|| (ως ουσ.) Ο ~ συμπληρώνει και υπογράφει την αίτηση. Φωτοτυπία ταυτότητας του ~ένου.2. που ζητείται: ο ~ αριθμός (αντιτύπων). Η ~η επιχορήγηση. Το ~ο δάνειο/ποσό. Βλ. απ~.|| (ως ουσ.) Το ~ο δεν είναι να καταλογίσουμε ευθύνες. Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών είναι ένα διαρκές ~ο. Πβ. ζητούμενο. [< αρχ. αἰτῶ]
Αιτωλοακαρνάνας [Αἰτωλοακαρνάνας] Αι-τω-λο-α-καρ-νά-νας επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής την Αιτωλοακαρνανία.
αιτών , ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]
βεβαιών
βεβαιών, ούσα, ούν [βεβαιῶν] βε-βαι-ών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για πρόσωπο, φορέα ή επίσημο έγγραφο) που βεβαιώνει κάτι: Ο ~ών Ιατρός. Η ~ούσα Αρχή/Τράπεζα. Πιστοποιητικό ~ούν ότι ... ● Ουσ.: βεβαιών, βεβαιούσα (ο/η): σε έντυπο πριν από την υπογραφή. Βλ. αιτών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. βεβαιῶν]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.