Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ακαδημαϊκός , ή, ό [ἀκαδημαϊκός] α-κα-δη-μα-ϊ-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με την ανώτατη εκπαίδευση ή την επιστήμη, πανεπιστημιακός, επιστημονικός: ~ός: δάσκαλος/κλάδος/κόσμος/κύκλος σπουδών/οργανισμός/(παλαιότ.) πολίτης (= ο φοιτητής)/σύμβουλος/τίτλος/τρόπος σκέψης/υπεύθυνος/χώρος. ~ή: αναγνώριση/βαθμίδα/βιβλιοθήκη/δεοντολογία/διάκριση/εκπαίδευση/έρευνα/ζωή/καριέρα/κοινότητα/μόρφωση/συζήτηση (= θεωρητική, υποθετική, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα)/φοίτηση/χρονιά. ~ό: απολυτήριο (παλαιότ., απαραίτητο για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια της χώρας)/άσυλο/εξάμηνο/ινστιτούτο/προσωπικό. ~ές: δάφνες/συνεργασίες/υπηρεσίες. ~ά: δίκτυα/θέματα/ιδρύματα/όργανα/προγράμματα σπουδών/προσόντα/τμήματα. ΑΝΤ. εξωακαδημαϊκός 2. που σχετίζεται με την Ακαδημία: ~ές: Αρχές (: Προεδρείο της Ακαδημίας, Προεδρεία των Τάξεων, Σύγκλητος της Ακαδημίας). 3. που αναφέρεται στους κλασικούς κανόνες τέχνης ή στον ακαδημαϊσμό: ~ή: ζωγραφική/τεχνοτροπία. ~ό: ύφος (= σχολαστικό). Οι ~οί ζωγράφοι αναπαριστούν έναν κόσμο ωραιοποιημένο και αρμονικό. Βλ. αντι~. ● Ουσ.: Ακαδημαϊκός (ο/η) 1. κάθε μέλος Ακαδημίας και ειδικότ. κάθε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών: διακεκριμένος ~ και καθηγητής. Εξελέγη ~. ΣΥΝ. Αθάνατοι (1) 2. (καταχρ.) πανεπιστημιακός καθηγητής ή γενικότ. μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού: Απόδημοι ~οί. Βλ. αντι~. [< γαλλ. Académicien, αγγλ. Academician] ● επίρρ.: ακαδημαϊκά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκή ελευθερία: συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των μελών της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης για διδασκαλία, συζήτηση, διεξαγωγή έρευνας, διάδοση και δημοσίευση των αποτελεσμάτων της, παραγωγή και εκτέλεση δημιουργικού έργου, χωρίς παρεμβάσεις ή πίεση από τη διοίκηση, την κυβέρνηση ή άλλον εξωτερικό παράγοντα. [< γερμ. akademische Freiheit] , ακαδημαϊκό τέταρτο: τα δεκαπέντε πρώτα λεπτά πριν από την έναρξη πανεπιστημιακής παράδοσης, διάλεξης ή άλλης εκδήλωσης: Ισχύει/τηρώ (με ακρίβεια)/σέβομαι το ~ ~., ακαδημαϊκό χωριό βλ. χωριό, διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες βλ. διδακτικός [< 1: μτγν. ἀκαδημαϊκός 2,3: γαλλ. académique, αγγλ. academic, γερμ. akademisch]

διδακτικός

διδακτικός, ή, ό δι-δα-κτι-κός επίθ. 1. που αφορά τη διδασκαλία: ~ός: στόχος/χρόνος. ~ή: εμπειρία/ενότητα/μέθοδος/πείρα/πράξη/ώρα. ~ό: έτος/περιβάλλον/προσωπικό (: οι διδάσκοντες, βλ. δάσκαλος, καθηγητής). ~ές: επισκέψεις/πρακτικές/προσεγγίσεις. ~ά: αντικείμενα/βιβλία/πακέτα. Βλ. αλληλο~. 2. που περιέχει ή προσφέρει διδάγματα: ~ός: μύθος. ~ή: ιστορία/(ΦΙΛΟΛ.) ποίηση (: στοχεύει στη διδαχή και βρίσκεται μεταξύ επικής και λυρικής ποίησης, βλ. παραβολή).|| (συχνά αρνητ. συνυποδ., που επιδιώκει να διδάξει:) ~ός: τόνος. Λόγος με/χωρίς ~ό ύφος. Βλ. διδακτισμός, ηθικο~. ● Ουσ.: διδακτική (η) (με κεφαλ. το αρχικό Δ): ΠΑΙΔΑΓ. κλάδος της παιδαγωγικής με αντικείμενο τις θεωρίες και μεθόδους διδασκαλίας: γενική/ειδική ~. ~ της γλώσσας/της ιστορίας. [< γερμ. Didaktik] ● επίρρ.: διδακτικά ● ΣΥΜΠΛ.: διδακτικά μέσα: ΠΑΙΔΑΓ. αυτά που χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία. Βλ. οπτικοακουστικά/εποπτικά μέσα. [< γαλλ. moyens didactiques] , διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες: καθορισμένη αριθμητική τιμή για κάθε ακαδημαϊκό μάθημα, ανάλογα με τον συντελεστή βαρύτητας ή τις ώρες διδασκαλίας του: απαιτούμενες ~ ~ για τη λήψη πτυχίου. Κατοχύρωση/μεταφορά (βλ. ECTS, πρόγραμμα Εράσμους) ~ών ~ων., διδακτικό/εκπαιδευτικό σενάριο βλ. σενάριο, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη βλ. πρόσθετος, σχολικό/διδακτικό εγχειρίδιο βλ. εγχειρίδιο [< 1: μτγν. διδακτικός, γαλλ. enseignant 2: γαλλ. didactique, édifiant, αγγλ. didactic]

χωριό

χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.