Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ακκίζομαι [ἀκκίζομαι] ακ-κί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ., μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. συμπεριφέρομαι με φιλαρέσκεια, καμαρώνω προκλητικά: ~εται στις κάμερες/στο σανίδι. ~εται κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη. ~ονται ως γνήσιοι τάχα εκφραστές της προόδου. ΣΥΝ. ναρκισσεύομαι 2. (συνήθ. για γυναίκα) κάνω καμώματα, νάζια συνήθ. ερωτικά: Της αρέσει να φλερτάρει και να ~εται. Πβ. χαϊδεύομαι. [< αρχ. ἀκκίζομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.