Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ακριβής , ής, ές [ἀκριβής] α-κρι-βής επίθ. {ακριβ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· ακριβέστ-ερος, -ατος} (λόγ.) 1. που συμφωνεί απολύτως με ένα πρότυπο ή με την πραγματικότητα: ~ής: μηχανισμός/σχεδιασμός/τίτλος/χάρτης. ~ής: αναπαράσταση/ανατύπωση/αναφορά/αντιστοιχία/απεικόνιση/αποτύπωση/διεύθυνση/έρευνα/ερμηνεία/μέθοδος/μετάφραση (ΣΥΝ. πιστή)/μέτρηση (= αλάνθαστη, σωστή)/ομοιότητα/παρατήρηση/περιγραφή/πληροφορία (ΣΥΝ. αξιόπιστη, έγκυρη)/πρόγνωση/ρύθμιση/χρονολόγηση. ~ές: αντίγραφο/αντίτυπο/περιεχόμενο. ~είς: συντεταγμένες. ~ή: στοιχεία. Έγκαιρη και ~ διάγνωση. Δεν θα ήταν ~ές, αν λέγαμε ότι ...|| ~ή: όργανα (= ευαίσθητα). Βλ. επ~. ΑΝΤ. ανακριβής 2. συγκεκριμένος (ποσοτικά, χρονικά, τοπικά), όχι κατά προσέγγιση: ~ής: αριθμός (τραυματιών)/έλεγχος/προσδιορισμός/υπολογισμός/χρόνος. ~ής: ανάλυση/διάρκεια/θερμοκρασία/θέση/ημερομηνία/τιμή/τοποθεσία. ~ές: αντικείμενο (έρευνας)/αποτέλεσμα/βάρος/ποσό/ποσοστό/σύνολο/υπόλοιπο/ύψος (αποζημίωσης). ~είς: διαστάσεις/ενδείξεις. 3. σαφής: ~ής: ορισμός/στόχος. ~ής: γνώση. ~είς: οδηγίες. Να είστε ~, όταν διατυπώνετε ερωτήσεις. ΑΝΤ. ανακριβής, ασαφής (2) 4. συνεπής: ~είς: πτήσεις. Είναι πάντα ~ στα ραντεβού της (πβ. τυπικός). ΣΥΝ. τακτικός (3) ΑΝΤ. ασυνεπής (1) ● ΦΡ.: για να είμαι/γίνω πιο ακριβής/σαφής: ως κειμενικός δείκτης που εξειδικεύει ή τροποποιεί την αρχική διατύπωση: ~ ~ (: πιο συγκεκριμένος) στην απάντησή μου ... Η ερώτηση είναι ασαφής ή/και (μάλιστα), ~ ~, παραπλανητική. Έδειχνε ευτυχισμένη ή, ~ ~, ήρεμη. [< αγγλ. to be more precise/specific] [< αρχ. ἀκριβής, γαλλ. précis, αγγλ. precise]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.