ακριβής , ής, ές [ἀκριβής] α-κρι-βής επίθ. {ακριβ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· ακριβέστ-ερος, -ατος} (λόγ.) 1. που συμφωνεί απολύτως με ένα πρότυπο ή με την πραγματικότητα: ~ής: μηχανισμός/σχεδιασμός/τίτλος/χάρτης. ~ής: αναπαράσταση/ανατύπωση/αναφορά/αντιστοιχία/απεικόνιση/αποτύπωση/διεύθυνση/έρευνα/ερμηνεία/μέθοδος/μετάφραση (ΣΥΝ. πιστή)/μέτρηση (= αλάνθαστη, σωστή)/ομοιότητα/παρατήρηση/περιγραφή/πληροφορία (ΣΥΝ. αξιόπιστη, έγκυρη)/πρόγνωση/ρύθμιση/χρονολόγηση. ~ές: αντίγραφο/αντίτυπο/περιεχόμενο. ~είς: συντεταγμένες. ~ή: στοιχεία. Έγκαιρη και ~ διάγνωση. Δεν θα ήταν ~ές, αν λέγαμε ότι ...|| ~ή: όργανα (= ευαίσθητα). Βλ. επ~. ΑΝΤ. ανακριβής 2. συγκεκριμένος (ποσοτικά, χρονικά, τοπικά), όχι κατά προσέγγιση: ~ής: αριθμός (τραυματιών)/έλεγχος/προσδιορισμός/υπολογισμός/χρόνος. ~ής: ανάλυση/διάρκεια/θερμοκρασία/θέση/ημερομηνία/τιμή/τοποθεσία. ~ές: αντικείμενο (έρευνας)/αποτέλεσμα/βάρος/ποσό/ποσοστό/σύνολο/υπόλοιπο/ύψος (αποζημίωσης). ~είς: διαστάσεις/ενδείξεις.3. σαφής: ~ής: ορισμός/στόχος. ~ής: γνώση. ~είς: οδηγίες. Να είστε ~, όταν διατυπώνετε ερωτήσεις. ΑΝΤ. ανακριβής, ασαφής (2) 4. συνεπής: ~είς: πτήσεις. Είναι πάντα ~ στα ραντεβού της (πβ. τυπικός). ΣΥΝ. τακτικός (3) ΑΝΤ. ασυνεπής (1) ● ΦΡ.: για να είμαι/γίνω πιο ακριβής/σαφής: ως κειμενικός δείκτης που εξειδικεύει ή τροποποιεί την αρχική διατύπωση: ~ ~ (: πιο συγκεκριμένος) στην απάντησή μου ... Η ερώτηση είναι ασαφής ή/και (μάλιστα), ~ ~, παραπλανητική. Έδειχνε ευτυχισμένη ή, ~ ~, ήρεμη. [< αγγλ. to be more precise/specific] [< αρχ. ἀκριβής, γαλλ. précis, αγγλ. precise]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.