Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


ακρυλικός

ακρυλικός, ή, ό [ἀκρυλικός] α-κρυ-λι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με ή παράγεται από το ακρυλικό οξύ και κατ' επέκτ. από πολυμερείς οργανικές ενώσεις: ~ός: εστέρας. ~ή: ένωση/ρητίνη. ~ό: βερνίκι/γυαλί (= πλεξιγκλάς)/πλαστικό/ύφασμα/χρώμα. ~ές: συγκολλητικές ουσίες. ~ά: γαλακτώματα/προϊόντα. Βλ. μεθ~. ● Ουσ.: ακρυλικό (το): χρώμα και κατ' επέκτ. υλικό που παράγεται από ακρυλικό οξύ: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο. Ζωγραφική με λάδι και ~ά. Βλ. ακουαρέλα. ● ΣΥΜΠΛ.: ακρυλικές ίνες: υφαντικές συνθετικές ίνες που προκύπτουν από τον πολυμερισμό ακρυλικού νιτριλίου. Βλ. ορλόν. [< αγγλ. acrylic fibers, 1951] , ακρυλικό οξύ: ΧΗΜ. άχρωμη, διαβρωτική, υγρή οργανική ένωση (σύμβ. C3H4O2 ) που ανήκει στα ακόρεστα οξέα. [< γαλλ. acrylique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.