ακρυλικός, ή, ό [ἀκρυλικός] α-κρυ-λι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με ή παράγεται από το ακρυλικό οξύ και κατ' επέκτ. από πολυμερείς οργανικές ενώσεις: ~ός: εστέρας. ~ή: ένωση/ρητίνη. ~ό: βερνίκι/γυαλί (= πλεξιγκλάς)/πλαστικό/ύφασμα/χρώμα. ~ές: συγκολλητικές ουσίες. ~ά: γαλακτώματα/προϊόντα. Βλ. μεθ~. ● Ουσ.: ακρυλικό (το): χρώμα και κατ' επέκτ. υλικό που παράγεται από ακρυλικό οξύ: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο. Ζωγραφική με λάδι και ~ά. Βλ. ακουαρέλα. ● ΣΥΜΠΛ.: ακρυλικές ίνες: υφαντικές συνθετικές ίνες που προκύπτουν από τον πολυμερισμό ακρυλικού νιτριλίου. Βλ. ορλόν. [< αγγλ. acrylic fibers, 1951] , ακρυλικό οξύ: ΧΗΜ. άχρωμη, διαβρωτική, υγρή οργανική ένωση (σύμβ. C3H4O2 ) που ανήκει στα ακόρεστα οξέα. [< γαλλ. acrylique]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.