ακροδεξιός , ά, ό [ἀκροδεξιός] α-κρο-δε-ξι-ός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με την άκρα Δεξιά ή ανήκει σε αυτήν: ~ός: πολιτικός/χώρος. ~ά: εφημερίδα/νοοτροπία/οργάνωση/πολιτική/προπαγάνδα. ~ό: κόμμα. ~ές: τάσεις. ~ά: κινήματα. Πβ. φασιστικός. Βλ. κεντροδεξιός. ● Ουσ.: ακροδεξιός, ακροδεξιά (ο/η): πρόσωπο που ασπάζεται τις θέσεις της άκρας Δεξιάς. ΑΝΤ. ακροαριστερός, ακροαριστερή [< γαλλ. d'extrême droite]
κεντροδεξιός
κεντροδεξιός, ά, ό κε-ντρο-δε-ξι-ός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που βρίσκεται ιδεολογικά μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς ή αποτελείται από δυνάμεις αυτού του χώρου: ~ά: παράταξη.|| ~ά: συμμαχία. Βλ. ακροδεξιός, κεντρώος. ● Ουσ.: Κεντροδεξιά (η): ο κεντροδεξιός πολιτικός χώρος· ειδικότ. τα κεντροδεξιά κόμματα. ΑΝΤ. Κεντροαριστερά, κεντροδεξιοί (οι) {σπανιότ. στον εν.}: οι οπαδοί της Κεντροδεξιάς. ΑΝΤ. κεντροαριστεροί [< γαλλ. de centre droit]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.