Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ακταιωρός [ἀκταιωρός] α-κται-ω-ρός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. {θηλ.} μικρό περιπολικό σκάφος για τη φρούρηση των ακτών, τη δίωξη του λαθρεμπορίου, της παράνομης αλιείας: Η ~ της Λιμενικής Αστυνομίας (στην Κύπρο). ~ έκανε περιπολίες στα παράλια. Οι λαθρέμποροι καταδιώχθηκαν από ~ό του Λιμενικού Σώματος. Πβ. ακτοφυλακίδα. 2. {αρσ.} (λόγ.-παλαιότ.) ακτοφύλακας. [< 1: γαλλ. garde-côte 2: μεσν. ακταίωρος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.