ακτινίδιο [ἀκτινίδιο] α-κτι-νί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΒΟΤ. μικρό ωοειδές φρούτο, πλούσιο σε βιταμίνη C, που έχει καστανό χνουδωτό φλοιό και γλυκόξινη πράσινη σάρκα με μικρούς, μαύρους σπόρους· σπανιότ. ο φυλλοβόλος, αναρριχητικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Actinidia chinensis) από τον οποίο παράγεται το ομώνυμο φρούτο: τάρτα με ~ια.Βλ. καρύδα, μάνγκο. ΣΥΝ. κίουι (1) [< νεολατ. actinidium· πβ. ιταλ. actinidia, 1950]
καρύδα
καρύδα κα-ρύ-δα ουσ. (θηλ.) & ινδική καρύδα: καρπός του κοκοφοίνικα με σκληρό ξυλώδες περίβλημα, εδώδιμη λευκή σάρκα και υπόλευκο υγρό που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ζαχαροπλαστική και την κοσμετολογία: το νερό της ~ας. Ρόφημα ~ας. Γάλα ~ας (: από ανάμειξη της ψίχας της με ζεστό νερό).|| (ΖΑΧΑΡ., με αναφορά στην τριμμένη ψίχα της) Κέικ με ~. Παγωτό ~. (συνεκδ.) ~ες (: τα αντίστοιχα γλυκίσματα).|| Λάδι ~ας (: αιθέριο έλαιο). Αφρόλουτρο με άρωμα ~ας. ΣΥΝ. ινδοκάρυδο [< πβ. μεσν. καρύδα 'καρύδι', γαλλ. noix de coco]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.