Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αλαλούμ [ἀλαλούμ] α-λα-λούμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): παντελής έλλειψη τάξης, σύγχυση σε σημείο παραλογισμού: απίστευτο/γλωσσικό/κυκλοφοριακό/τηλεοπτικό ~. Κατάσταση ~. ~ στις μεταθέσεις/στην παιδεία. Πρωτοφανές ~ με τα δρομολόγια στην άγονη γραμμή. Γίνεται/επακολούθησε ~ (βλ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις). Μόλις μετακόμισαν και επικρατεί ένα γενικό ~. Πβ. αναμπουμπούλα, αναρχία, αναστάτωση, αναταραχή, βαβούρα, κομφούζιο, μπάχαλο, φασαρία, χαλασμός. [< πιθ. αραβ. επιφ. ulalum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.