Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αλειφατικός , ή, ό [ἀλειφατικός] α-λει-φα-τι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που αναφέρεται σε οργανικές ενώσεις με δομή ανοιχτής αλυσίδας: ~ός: διαλύτης/υδρογονάνθρακας. ~ή: αλκοόλη/αλυσίδα. ~ό: οξύ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλειφατική/άκυκλη ένωση: οργανική ένωση της οποίας η δομή περιέχει μια ευθεία αλυσίδα μορίων: κορεσμένη ~ ~. ΑΝΤ. κυκλική ένωση [< γαλλ. aliphatique, 1903, αγγλ. aliphatic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.