αλεξίπτωτο [ἀλεξίπτωτο] α-λε-ξί-πτω-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ώτου} 1. κατασκευή σε σχήμα ομπρέλας, από μεταξωτό ή συνθετικό ύφασμα, που επιβραδύνει την πτώση ατόμων ή αντικειμένων μέσα στην ατμόσφαιρα: βοηθητικό/διθέσιο/εφεδρικό ~. ~ στατικού ιμάντα. Το ~ αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη, τον θόλο, τα σχοινιά ανάρτησης, τη σαγή και τον σάκο. Ανοίγω/βγάζω το ~. Φόρεσε το ~ και έπεσε/πήδηξε στο κενό.|| (θαλάσσιο σπορ:) Πτήσεις με πολύχρωμο ~ πάνω από την παραλία.2. μηχανισμός επιβράδυνσης αγωνιστικών αυτοκινήτων ή αεροσκαφών. ● ΣΥΜΠΛ.: αλεξίπτωτο πλαγιάς: ΑΘΛ. πολύ ελαφρύ αλεξίπτωτο που χρησιμοποιείται για ελεύθερη πτήση από πλαγιά ή κορυφή βουνού ή βράχου· κατ' επέκτ. το ομώνυμο αεράθλημα στο οποίο χρησιμοποιείται αυτός ο τύπος αλεξίπτωτου για τον έλεγχο της κατεύθυνσης και της ταχύτητας προσγείωσης. Πβ. ανεμόπτερο. ΣΥΝ. παραπέντε, χρυσό αλεξίπτωτο (προφ.): εργασιακή συμφωνία βάσει της οποίας δίνεται πολύ υψηλό χρηματικό ποσό σε ανώτερο υπάλληλο που εξαναγκάζεται να αφήσει την εταιρεία, συνήθ. λόγω συγχώνευσης ή εξαγοράς της από άλλη: ~ά ~α αποζημιώσεων/εκατομμυρίων δολαρίων(/ευρώ). [< αγγλ. golden parachute, 1981] [< γαλλ. parachute]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.