αλεπού [ἀλεπού] α-λε-πού ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Vulpes vulpes) με μακρύ και λεπτό ρύγχος, μικρά μάτια, μυτερά αυτιά, κοντά και λεπτά πόδια και φουντωτή ουρά: αρκτική (= λευκή, πολική)/κόκκινη ή κοινή (: φορέας της λύσσας) ~. Η κολοβή ~ (: από μύθο του Αισώπου). Επιδρομές ~ούδων.|| (συνεκδ. η γούνα της αλεπούς) Παλτό με γιακά και μανσέτες από γκρίζα ~. Πβ. ρενάρ.2. (μτφ.-οικ.) για πονηρό άνθρωπο: Είσαι μια ~ εσύ! Είναι μεγάλη ~ ο ...! Πβ. γάτα. Βλ. -ού4. ● Υποκ.: αλεπουδάκι (το), αλεπουδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γριά αλεπού & γέρικη αλεπού (μτφ.): για έμπειρο και πονηρό άτομο μεγάλης ηλικίας: ~ ~ της πολιτικής., πονηρή αλεπού βλ. πονηρός ● ΦΡ.: η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπουδάκι/αλεπόπουλο εκατόν δέκα (παροιμ.): για κάποιον που παριστάνει τον έξυπνο ή έμπειρο σε πεπειραμένο άτομο μεγαλύτερης ηλικίας., η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες (παροιμ.): το πονηρό και με πείρα στη ζωή άτομο δεν ξεγελιέται εύκολα., ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη (παροιμ.): η πονηριά υπερέχει της σωματικής δύναμης., όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια (παροιμ.): ό,τι δεν είναι ικανός κάποιος να αποκτήσει, το περιφρονεί, το χλευάζει, το υποβαθμίζει., τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι;: για αταίριαστη ή ύποπτη παρουσία κάποιου σε μέρος στο οποίο δεν είναι αναμενόμενο να βρίσκεται. [< μεσν. αλεπού]
αλεπουδίσιος , ια, ιο [ἀλεπουδίσιος] α-λε-που-δί-σιος επίθ.: που ανήκει στην αλεπού ή αποτελεί γνώρισμά της: ~ια: ουρά.|| (μτφ.) ~ιο: βλέμμα. ~ια: μάτια (= πονηρά, πανέξυπνα). Βλ. -ίσιος.
-ίσιος
-ίσιος, ια, ιο (λαϊκό): επίθημα που δηλώνει προέλευση ή γενικότ. σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αλογ~/γουρουν~/κατσικ~/σκυλ~/τραγ~. Bαρελ~/σπιτ~. Βουν~/καμπ~/πελαγ~/ποταμ~. Παλικαρ~.
πονηρός, ή, ό πο-νη-ρός επίθ. 1. που σκέφτεται ή/και ενεργεί με δόλιο τρόπο και κακία, με σκοπό την εξαπάτηση ή/και το προσωπικό όφελος· επιτήδειος και συνήθ. πανέξυπνος: Είναι πολύ ~, δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο (πβ. καχύποπτος, ΑΝΤ. αφελής, εύπιστος)/να τον προσέχεις (βλ. διαβολεμένος, μουλωχτός, μπαμπέσης, ύπουλος). Πβ. πανούργος. Βλ. κουτο-, παμ-πόνηρος.|| ~ή: πρόταση. ~ό: σχέδιο/τέχνασμα. Προσπαθούν να του αποσπάσουν χρήματα με ~ούς τρόπους/~ά μέσα.|| (χαϊδευτ.) ~ό: θηλυκό (πβ. καπάτσα, κατεργάρα). ~ή: γάτα.|| ~ό: βλέμμα/μυαλό/χαμόγελο. ~ά: μάτια.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ά: δαιμόνια/πνεύματα (= κακά). (ως ουσ.) Έργα του ~ού (= διαβόλου). ΑΝΤ. αγαθός (1) 2. ερωτικού περιεχομένου, σεξουαλικός: ~ές: διαθέσεις/επιθυμίες/ερωτήσεις/σκέψεις. ~ά: ανέκδοτα/ραντεβού/σχόλια/υπονοούμενα. Έχει ~ούς σκοπούς. Πβ. άσεμνος.|| (ως ουσ.) Μην πάει το μυαλό/ο νους σας στο ~ό (= ανήθικο, κακό)! Βλ. -ηρός. ● Υποκ.: πονηρούλης, πονηρούλα (ο/η), πονηρούτσικος , η/ια, ο ● επίρρ.: πονηρά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: πονηρή αλεπού (προφ.): παμπόνηρος άνθρωπος. ● ΦΡ.: εκ του πονηρού (λόγ.): με δόλιο σκοπό: δημοσιεύματα/διαδόσεις ~ ~. , οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές: για περιστάσεις που ενέχουν κινδύνους, παγίδες: ~ ~ και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί., πονηρός ο βλάχος! βλ. βλάχος, βλάχα [< 1: αρχ. πονηρός ‘κοπιαστικός, πανούργος’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.