Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • αλληλοπάθεια1 [ἀλληλοπάθεια] αλ-λη-λο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. αμοιβαία ενέργεια περισσότερων του ενός υποκειμένων, η οποία μεταβαίνει από το ένα στο άλλο και αντίστροφα και εκφράζεται με αλληλοπαθή ρήματα (π.χ. αλληλοεπηρεάζονται), αλληλοπαθείς αντωνυμίες (λ.χ. κοίταζαν ο ένας τον άλλο) και εκφράσεις (: βοηθούνται μεταξύ τους). Βλ. αυτοπάθεια. [< μτγν. ἀλληλοπάθεια 'αμοιβαία αστρολογική επίδραση', γερμ. Reziprozität]
  • αλληλοπάθεια2 [ἀλληλοπάθεια] αλ-λη-λο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αμοιβαία επίδραση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυτών, κυρ. η διαδικασία κατά την οποία ένα είδος επηρεάζει αρνητικά όσα βρίσκονται δίπλα του, απελευθερώνοντας τοξικές ή ανασταλτικές ουσίες στο περιβάλλον. [< αγγλ. allelopathy, 1957, γαλλ. allélopathie]

αυτοπάθεια

αυτοπάθεια [αὐτοπάθεια] αυ-το-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΜΜ. ενέργεια που εκτελείται από το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό: Το λεξικό πρόθημα "αυτο-" δηλώνει ~. Στην πρόταση «Σκέφτεται πολύ τον εαυτό της» έχουμε ~. Βλ. αλληλοπάθεια. 2. (σπανιότ.) πράξη που επηρεάζει τον ίδιο τον δράστη: αυτοαναφορικότητα και ~. Βλ. -πάθεια. [< μτγν. αὐτοπάθεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.