Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αλληλοπαθητικός , ή, ό [ἀλληλοπαθητικός] αλ-λη-λο-πα-θη-τι-κός επίθ.: ΒΟΤ. που αναφέρεται στην αλληλοπάθεια: αντιµετώπιση των ζιζανίων µε ~ά φυτά (= που παράγουν τοξικές ουσίες). Φύλλα και σπόροι με ισχυρή ~ή δράση. Βλ. -παθητικός. [< αγγλ. allelopathic, 1960]

-παθητικός

-παθητικός, ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο υφίσταται μία κατάσταση ή προκαλεί συγκεκριμένα συναισθήματα: τηλε~.|| (σπανιότ. ουσιαστικοπ., για ειδικό θεραπευτή) Ο/η ομοιο~/οστεο~.|| Aντι~/συμ~. Πβ. -παθής.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.