Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αλλόμορφο [ἀλλόμορφο] αλ-λό-μορ-φο ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. καθεμιά από τις ποικιλίες ενός μορφήματος: σύνθετο ~ (βλ. αμάλγαμα). Η ονομαστική πληθυντικού της λέξης πατέρας παρουσιάζει τα ~α -ες κ. -άδες. Βλ. αλλόφωνο. [< γαλλ. allomorphe, αγγλ. allomorph, 1948]

αλλόφωνο

αλλόφωνο[ἀλλόφωνο] αλ-λό-φω-νο ουσ. (ουδ.) {αλλοφών-ου | -ων}: ΓΛΩΣΣ. καθεμία από τις διαφορετικές φωνητικές παραλλαγές με τις οποίες πραγματώνεται ένα φώνημα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται: τα ~α του φωνήματος /x/ στις λέξεις χαρά (: υπερωικό) και χήρος (: ουρανικό). Φωνήματα, ~α και ελεύθερες παραλλαγές. Βλ. αλλόμορφο. [< αγγλ. allophone, 1938, γαλλ. ~, περ. 1950]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.