αλλόφωνο [ἀλλόφωνο] αλ-λό-φω-νο ουσ. (ουδ.) {αλλοφών-ου | -ων}: ΓΛΩΣΣ. καθεμία από τις διαφορετικές φωνητικές παραλλαγές με τις οποίες πραγματώνεται ένα φώνημα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται: τα ~α του φωνήματος /x/ στις λέξεις χαρά (: υπερωικό) και χήρος (: ουρανικό). Φωνήματα, ~α και ελεύθερες παραλλαγές. Βλ. αλλόμορφο. [< αγγλ. allophone, 1938, γαλλ. ~, περ. 1950]
αλλόμορφο [ἀλλόμορφο] αλ-λό-μορ-φο ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. καθεμιά από τις ποικιλίες ενός μορφήματος: σύνθετο ~ (βλ. αμάλγαμα). Η ονομαστική πληθυντικού της λέξης πατέρας παρουσιάζει τα ~α -ες κ. -άδες. Βλ. αλλόφωνο. [< γαλλ. allomorphe, αγγλ. allomorph, 1948]
-φωνος
-φωνος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με αναφορά 1. (μτφ.) σε άτομο ή κοινότητα με κύρια γλώσσα αυτή που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: αραβό~/γαλλό~/γερμανό~/ελληνό~/ισπανό~/ιταλό~.|| Aλλό~. Πβ. -γλωσσος.|| Σλαβό-φωνα κράτη.2. στη φωνή: χαμηλό~.|| Kακό~/καλλί~.|| (ειδικότ., για τραγουδιστή/τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου) (ουσιαστικοπ.) (Ο) βαθύ~. (Η) μεσό~/υψί~.3. (μτφ.) στη γνώμη: ομό~/σύμ~.4. ΜΟΥΣ. σε εκτέλεση κομματιού από ορισμένο αριθμό φωνών: τρί~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.