Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αλοιφαδόρος [ἀλοιφαδόρος] α-λοι-φα-δό-ρος ουσ. (αρσ.) & αλειφαδόρος: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό μηχάνημα με τροχό για το γυάλισμα συνήθ. ξύλινων ή πλαστικών επιφανειών: ηλεκτρικός ~. Βλ. τριβείο.

τριβείο

τριβείο[τριβεῖο] τρι-βεί-ο ουσ. (ουδ.) ΤΕΧΝΟΛ. 1. εργαλείο ή μηχάνημα για τη λείανση στερεών υλικών: έκκεντρο/επαγγελματικό/παλμικό ~. Ηλεκτρικά ~α. ~ αέρος/ταινίας/φινιρίσματος. ~ τοίχων. ~ με ιμάντα. Πβ. πλάνη2. 2. (σπάν.-κυρ. παλαιότ.) μηχάνημα για κονιορτοποίηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.