αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα.2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς.3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~.4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων.5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]
αντιολισθητικός
αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]
εφοδιαστικός
εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]
κωδικός
κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]
πεπτιδικός
πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη.~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.