Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αλυχτά [ἀλυχτᾷ] α-λυ-χτά ρ. (αμτβ.) {σπάν. αλύχτησε} & αλυχτάει (λαϊκό-λογοτ.): (για ζώο) γαβγίζει και κατ' επέκτ. ουρλιάζει: ~ η αλεπού/ο λύκος. Τα σκυλιά ~ούσαν όλη νύχτα/πριν από τον σεισμό. ΣΥΝ. υλακτεί [< μεσν. αλυχτώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.