αλφαβήτα [ἀλφαβήτα] αλ-φα-βή-τα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. αλφάβητο: τα γράμματα της ~ας. Λέω/μαθαίνω την ~.2. (κατ' επέκτ.) βασικές, πρωταρχικές, στοιχειώδεις γνώσεις: η ~ της ζωγραφικής/της ζωής/του σινεμά. Πβ. αλφαβητάριο, αλφάβητο. [< μεσν. αλφαβήτα]
αλφαβητάριο [ἀλφαβητάριο] αλ-φα-βη-τά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αλφαβηταρί-ου | -ων} & (προφ.) αλφαβητάρι 1. βιβλίο για τη διδασκαλία ή εκμάθηση των γραμμάτων του αλφαβήτου, του συλλαβισμού και της ανάγνωσης: εικονογραφημένα ~α. Βλ. αναγνωστικό.2. (κατ΄επέκτ.) στοιχειώδεις γνώσεις και συνεκδ. έντυπο με βασικές πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα: το ~ της γεύσης/των ελληνικών κρασιών/της μουσικής. Πβ. αλφαβήτα, αλφάβητο.|| Ηλεκτρονικό ~. [< μεσν. αλφαβητάριον]
αλφαβητικός , ή, ό [ἀλφαβητικός] αλ-φα-βη-τι-κός επίθ. 1. που γίνεται ή είναι ταξινομημένος σύμφωνα με τη σειρά των γραμμάτων του αλφαβήτου: ~ός: κατάλογος/κώδικας/πίνακας. ~ή: αναζήτηση/κατάσταση ονομάτων/κατάταξη. ~ό: ευρετήριο.2. που σχετίζεται ή εκφράζεται μέσω ενός συστήματος γραφής που χρησιμοποιεί αλφάβητο: ~ή: γλώσσα/(ΜΟΥΣ.) σημειογραφία (: για την απόδοση φθόγγων και κλειδιών). ~ές: επιγραφές. Ιδεογραφικές/προαλφαβητικές/συλλαβικές και ~ές γραφές. ● επίρρ.: αλφαβητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αλφαβητική σειρά: η σειρά με την οποία εμφανίζονται τα γράμματα του αλφαβήτου: αντίστροφη ~ ~. Βάζω τις λέξεις σε ~ ~. Η βιβλιογραφία παρατίθεται κατά/με ~ ~., αλφαβητικοί χαρακτήρες: ΠΛΗΡΟΦ. οι κάθε είδους χαρακτήρες εκτός από ψηφία: Στα σύμβολα περιλαμβάνονται όλοι οι μη ~ ~. Αριθμητικοί και ~ ~. Βλ. αλφαριθμητικός. [< γαλλ. alphabétique, αγγλ. alphabetic(al)]
αλφαβητισμός [ἀλφαβητισμός] αλ-φα-βη-τι-σμός ουσ. (αρσ.) ΣΥΝ. εγγραμματοσύνη ΑΝΤ. αναλφαβητισμός 1. η ικανότητα κάποιου να διαβάζει και να γράφει σε ικανοποιητικό βαθμό: ~ ενηλίκων. ΣΥΝ. γραμματισμός (2) 2. γραμματισμός: επιστημονικός/οπτικός (: η ικανότητα κατανόησης των εικόνων)/περιβαλλοντικός/ψηφιακός ~. ~ στις νέες τεχνολογίες. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. alphabétisation, 1913, αγγλ. alphabetization]
αλφάβητο [ἀλφάβητο] αλ-φά-βη-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ήτου} & (λόγ.) αλφάβητος (η) 1. σταθερή σειρά με την οποία εμφανίζονται τα γραπτά σύμβολα που αναπαριστούν τους φθόγγους μιας γλώσσας: το ελληνικό/λατινικό/ρωσικό/φοινικικό ~.2. (κατ' επέκτ.) κάθε σύστημα γραφής ή συμβόλων που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία: μουσικό/συλλαβικό/συμφωνικό/φωνητικό ~. ~ αφής/τυφλών (πβ. Μπράιγ). ~ Μορς. Το ~ της σφηνοειδούς γραφής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δυαδικό ~. ~ μιας γλώσσας προγραμματισμού (: πεπερασµένο σύνολο διακριτών χαρακτήρων).3. (μτφ.) βασικές αρχές και στοιχειώδεις γνώσεις: το ~ της ιατρικής/του κοινοτικού δικαίου/του προσκόπου/της τέχνης. Πβ. αλφαβήτα, αλφαβητάριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δακτυλικό αλφάβητο: αναπαράσταση του αλφαβήτου με κινήσεις και καθορισμένα σχήματα των χεριών και των δακτύλων: ~ ~ των κωφών. Βλ. νοηματική γλώσσα., διεθνές φωνητικό αλφάβητο: σύστημα συμβόλων για τη φωνητική καταγραφή όλων των γλωσσών, το οποίο καταρτίζει και αναθεωρεί η Διεθνής Φωνητική Ένωση. [< αγγλ. International Phonetic Alphabet (IPA)] [< μεσν. αλφάβητον, αγγλ.-γαλλ. alphabet, γερμ. Alphabet]
αναγνωστικό [ἀναγνωστικό] α-να-γνω-στι-κό ουσ. (ουδ.): σχολικό βιβλίο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης σε μαθητές της πρώτης τάξης του Δημοτικού. Βλ. αλφαβητάριο. [< γερμ. Lesebuch]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.