Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • αλόγα [ἀλόγα] α-λό-γα ουσ. (θηλ.) (μειωτ.-υβριστ.): μεγαλόσωμη και συνήθ. άχαρη και άκομψη γυναίκα. Πβ. φοράδα.
  • αλογάκι [ἀλογάκι] α-λο-γά-κι ουσ. (ουδ.) 1. νεαρό ή μικρόσωμο άλογο. Πβ. ιππάριο, πόνι, πουλάρι. 2. παιδικό παιχνίδι με μορφή αλόγου: ξύλινο/πλαστικό ~. 3. πιόνι του σκακιού, άλογο, ίππος. ● αλογάκια (τα): μηχανικό παιχνίδι στο λούνα παρκ με αλογάκια ή άλλα ομοιώματα ζώων, τα οποία στηρίζονται σε κατακόρυφο άξονα και περιστρέφονται πάνω σε εξέδρα· καρουσέλ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλογάκι της θάλασσας: ΙΧΘΥΟΛ. ιππόκαμπος., αλογάκι της Παναγίας (κοινό): ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο, συνήθ. πράσινο έντομο (επιστ. ονομασ. Mantis religiosa) μήκους περίπου πέντε εκατοστών, με μικρό τριγωνικό κεφάλι, μακρόστενο θώρακα και μακριά μπροστινά πόδια με τα οποία συλλαμβάνει την τροφή του. ΣΥΝ. μάντις ● βλ. άλογο [< μεσν. αλογάκιν]
  • αλογάριαστος , η, ο [ἀλογάριαστος] α-λο-γά-ρια-στος επίθ. (προφ.) 1. αμέτρητος, ανυπολόγιστος: ~α: ποσά/χρέη. Πβ. υπερβολικός. 2. (σπάν.) απερίσκεπτος, αστόχαστος, ασυλλόγιστος: ~η: τόλμη. ~α: έξοδα. ● επίρρ.: αλογάριαστα: απερίσκεπτα. Πβ. αψήφιστα. [< μεσν. αλογάριαστος]
  • αλογατάκι [ἀλογατάκι] α-λο-γα-τά-κι ουσ. (ουδ.) (οικ.): αλογάκι.

άλογο

άλογο [ἄλογο] ά-λο-γο ουσ. (ουδ.) {αλόγ-ου | -ων} 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο χορτοφάγο θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus caballus), που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο, για άθληση ή αναψυχή· ειδικότ. το ενήλικο αρσενικό: άγριο/αραβικό/άσπρο/ατίθασο/αφηνιασμένο/γέρικο/ήμερο/θηλυκό (= φοράδα)/καθαρόαιμο/μαύρο/πολεμικό/ψωραλέο (= ψωρ~) ~. ~ ιππασίας/ιπποδρομιών (βλ. γκανιάν, φαβορί)/ράτσας. Οπλές/ουρά/πέταλα/σέλα/χαίτη ~ου. Σκυριανό ~ (ή αλογάκι της Σκύρου, μικρό σε μέγεθος· βλ. πόνι). Καβάλα στ' ~. Kάρο που το σέρνουν ~α. Άρμα με δύο/τέσσερα (πβ. τέθριππο) ~α. Ανεβαίνω στο/σελώνω το ~. Κρατούσε το ~ από το χαλινάρι. Τα ~α αφήνιασαν/καλπάζουν/τρέχουν/χλιμιντρίζουν. Γητευτής ~ων. Πβ. άτι, ίππος, ντορής, φαρί. Βλ. γαϊδούρι, μουλ-, πουλ-άρι, κουτσ~, κουφ~, παλι~.|| (κατ' επέκτ.) Ποντάρει τα λεφτά του στ' ~α (= στον ιππόδρομο). 2. (συνεκδ.) πιόνι στο σκάκι που απεικονίζει κεφάλι αλόγου: Ένα ~ κάνει κίνηση σχήματος "Γ". ΣΥΝ. ίππος (3) ● άλογα (τα) (προφ.): μονάδα μέτρησης της ισχύος μηχανής: Πόσα ~ βγάζει/είναι/έχει/μπορεί να φτάσει το αμάξι σου/ο κινητήρας; ΣΥΝ. ιπποδύναμη, ίπποι ● ΣΥΜΠΛ.: άλογο κούρσας βλ. κούρσα ● ΦΡ.: και πράσιν(α) άλογα (μτφ.-ειρων.): για υπερβολές, πράγματα που δεν ισχύουν, δεν στέκουν, σαχλαμάρες: Για ποια κούραση ~ ~ μιλάμε, τρεις βδομάδες δεν έκανε τίποτα. Πβ. παραμύθια της Χαλιμάς, τρίχες κατσαρές., ποντάρει σε κουτσό άλογο (μτφ.): στοιχηματίζει ή γενικότ. βασίζεται σε κάτι, από το οποίο δεν μπορεί να επωφεληθεί., σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν (μτφ.): για τον παραγκωνισμό ανθρώπων που παύουν να είναι παραγωγικοί στον τομέα τους, συνήθ. λόγω ηλικίας., βάζει το κάρο/την άμαξα μπροστά από το άλογο βλ. κάρο, ● βλ. αλογάκι [< μτγν. ἄλογον, γαλλ. cheval]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.